Αρχαία Ελλάδα

Ιστορία

Της Αρχαίας Ελλάδας

                      Η Μάχη του Μαραθώνα


Μάχη του Μαραθώνα
(αρχαία ελληνικά Μάχη τοῦ Μαραθῶνος), που διεξήχθη τον Αύγουστο ή τον Σεπτέμβριο του 490 π.Χ, αποτελεί σύγκρουση μεταξύ των Ελλήνων (Αθηναίοι και Πλαταιείς) και των Περσών κατά την πρώτη εισβολή των Περσών στην Ελλάδα.

Μετά την αποτυχία της Ιωνικής Επανάστασης, ο Δαρείος συγκέντρωσε μεγάλη δύναμη για να εκδικηθεί την Αθήνα και την Ερέτρια, οι οποίες είχαν βοηθήσει τους Ίωνες, κατά την Ιωνική Επανάσταση. Το 492 π.Χ, έστειλε δύναμη, υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου αλλά ο περσικός στόλος καταστράφηκε από τρικυμία παραπλέοντας τον Άθω. Τελικά το 490 π.Χ., υπό τη διοίκηση του Δάτη και του Αρταφέρνη, ο περσικός στρατός κατέλαβε τις Κυκλάδες, κατέστρεψε την Ερέτρια και στρατοπέδευσε στον Μαραθώνα, όπου τους αντιμετώπισε δύναμη Αθηναίων και Πλαταιέων. Η μάχη έληξε με αποφασιστική νίκη των Ελλήνων - που οφειλόταν στην στρατιωτική ιδιοφυΐα του Μιλτιάδη - και οι Πέρσες αναγκάσθηκαν να φύγουν στην Ασία.

Η μάχη του Μαραθώνα έδειξε στους Έλληνες ότι μπορούσαν να νικήσουν τους Πέρσες. Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς και μελετητές, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες στιγμές στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Στρατηγική και τακτική

Οι Πέρσες, αφού πέρασαν την Αττική, στρατοπέδευσαν στον Μαραθώνα (40 χιλιόμετρα από την Αθήνα) μετά από συμβουλή του Ιππία.[16] Αρχηγός της αθηναϊκής δύναμης ήταν ο Μιλτιάδης, ο οποίος ήξερε καλά τις περσικές τακτικές, γι' αυτό και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κλείσουν τις δύο εξόδους των στενών του Μαραθώνα.[17] Ταυτόχρονα, ο Φειδιππίδης, κήρυκας και δρομέας από την Αθήνα, στάλθηκε στη Σπάρτη για να ζητήσει βοήθεια[18], αλλά οι Σπαρτιάτες, επικαλούμενοι θρησκευτικούς λόγους, απάντησαν ότι θα στείλουν στρατό μετά την πανσέληνο. Μόνο χίλιοι οπλίτες από τις Πλαταιές έφθασαν στον Μαραθώνα για να βοηθήσουν τους Αθηναίους.

Ακόμα και αν οι Αθηναίοι συγκέντρωναν όλους τους διαθέσιμους οπλίτες στο Μαραθώνα[20], η αριθμητική υπεροχή των Περσών θα ήταν τουλάχιστον δύο προς ένα.Επιπλέον, αν τους συγκέντρωναν όλους στο Μαραθώνα, οι Πέρσες θα μπορούσαν να επιτεθούν στην Αθήνα χωρίς να συναντήσουν αντίσταση και μια πιθανή ήττα στον Μαραθώνα θα σήμαινε την καταστροφή της Αθήνας, καθώς δεν θα είχε στρατό για να αμυνθεί. Γι' αυτό οι Αθηναίοι αποφάσισαν να κλείσουν τις δύο εξόδους των στενών, όπου μπορούσαν να περιμένουν τους Σπαρτιάτες - αυτό θα δυσκόλευε τους Πέρσες να επιτεθούν στην Αθήνα.

Για πέντε ημέρες, οι δύο στρατοί δεν αποφάσιζαν να επιτεθούν ο ένας στον άλλο. Τα πλευρά των Αθηναίων, όπως δηλώνει ο Κορνήλιος Νέπως, ήταν καλά προστατευμένα από τους ψηλούς λόφους.Κατά τον Τομ Χόλλαντ, αυτό εξυπηρετούσε τη στρατηγική των Αθηναίων, οι οποίοι περίμεναν την άφιξη των Σπαρτιατών. Οι Αθηναίοι είχαν στη διοίκηση τους δέκα στρατηγούς, ένα από κάθε φυλή[24] - πολέμαρχος ήταν ο Καλλίμαχος ο Αφιδναίος Ο Ηρόδοτος γράφει ότι κάθε ημέρα διοικούσε ένας στρατηγό - γι' αυτό, ο Μιλτιάδης αποφάσισε να επιτεθεί την ημέρα, κατά την οποία διοικητής του στρατού θα ήταν ο ίδιος.[26] Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, οι Αθηναίοι θα διακινδύνευαν πολλά αν επιτίθεντο πριν την άφιξη των Σπαρτιατών.

Ούτε οι Πέρσες ούτε οι Έλληνες ήθελαν να διακινδυνεύσουν μάχη.[23][22] Παρ' ολ' αυτά, παραμένει άγνωστη η αιτία που οδήγησε τους Αθηναίους να επιτεθούν. Σύμφωνα με μια εκδοχή, οι Αθηναίοι είχαν μάθει από τους Ίωνες ότι οι Πέρσες απομάκρυναν τον ιππικό τους - αυτό αναφέρεται στο λεξικό «Σούδα»:

Δάτιδος ἐμβαλόντος εἰς τὴν Ἀττικὴν τοὺς Ἴωνας φασιν, ἀναχωρήσαντος αὐτοῦ, ἀνελθόντας ἐπἰ τὰ δένδρα σημαίνειν τοῖς Ἀθηναίοις ὡς εἶεν χωρὶς οἱ ἱππεῖς, καὶ Μιλτιάδην συνιέντα τὴν ἀναχώρησιν αὐτῶν συμβαλεῖν οὕτως καὶ νικῆσαι, ὅθεν καὶ τῆν παροιμίαν λεχθῆναι ἐπὶ τῶν τὴν τάξιν διαλυόντων[28][29]

Υπήρξαν πολλές παραλλαγές της θεωρίας αυτής, αλλά σύμφωνα με ιστορικούς, το περσικό ιππικό είχε μεταφερθεί στα πλοία, έτσι ώστε να επιτεθεί στην Αθήνα όσο το πεζικό θα αντιμετώπιζε τους Αθηναίους στον Μαραθώνα[20] - αυτή η παραλλαγή βασίζεται στην αναφορά του Ηροδότου, ότι το περσικό πεζικό έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί στην Αθήνα.[30] Κατά τον Λάζενμπι, οι Πέρσες βάδισαν για να επιτεθούν στους Αθηναίους, κάτι που οδήγησε στην αρχή της μάχης - αργότερα όμως, βλέποντας τους Πέρσες να προωθούνται, οι Αθηναίοι αποφάσισαν να τους επιτεθούν. Δεν είναι σαφές ποια από τις δύο θεωρίες είναι η ορθότερη, παρ'όλα αυτά είναι αποδεκτή κάποια δραστηριότητα των Περσών κατά την πέμπτη μέρα.

Οι Πέρσες είχαν κυρίως ελαφρύ πεζικό, το οποίο δεν μπορούσε να αντεπεξέλθει σε μετωπική επίθεση (όπως αποδείχθηκε στις Θερμοπύλες (480 π.Χ.) και στις Πλαταιές (479 π.Χ.)- γι' αυτό οι Πέρσες ήταν διστακτικοί και απρόθυμοι να επιτεθούν.Η στατική αμυντική θέση, κατά τον Λάζενμπι, είχε λίγη λογική για τους Έλληνες[32], καθώς οι οπλίτες ήταν περισσότερο δυνατοί σε μάχη σώμα με σώμα.Αν η απουσία του περσικού ιππικού οδήγησε σε αθηναϊκή επίθεση, σημαίνει ότι ένα μειονέκτημα για τους Αθηναίους (η πλαγιοκόπηση από το περσικό ιππικό) μετατρέπονταν σε κύριο πλεονέκτημα - αλλά είναι πιθανό ότι οι Πέρσες επιτέθηκαν, γι' αυτό και οι Αθηναίοι αντέδρασαν.

Κατά μια άλλη εκδοχή, ίσως οι Πέρσες επιτέθηκαν επειδή έμαθαν (ή υποψιάστηκαν) για πιθανές ενισχύσεις από τη Σπάρτη - είτε κατάλαβαν ότι δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ ακόμη στον Μαραθώνα.

Ημερομηνία της μάχης

Έγιναν πολλές προσπάθειες για να βρεθεί η ακριβής ημερομηνία της μάχης. Κατά τους ιστορικούς, ο Ηρόδοτος χρονολογεί τα γεγονότα με το ηλιοσεληνιακό ημερολόγιο (συνδυασμός του ηλιακού και του σεληνιακού ημερολογίου). Κατά τον Philipp August Böckh, η μάχη διεξήχθη στις 12 Σεπτεμβρίου (κατά το Ιουλιανό ημερολόγιο).[33] Παρ' ολ' αυτά, φαίνεται ότι η κάθε ελληνική πόλη-κράτος είχε το δικό της ημερολόγιο - η ημερομηνία της μάχης εξαρτάται επίσης από την ημερομηνία που γιόρταζαν οι Σπαρτιάτες τα Κάρνεια. Θεωρείται πιθανό το γεγονός ότι το ημερολόγιο των Σπαρτιατών βρισκόταν κατά ένα μήνα πίσω από το αθηναϊκό, άρα η μάχη (κατά το σπαρτιατικό ημερολόγιο) διεξήχθη στις 12 Αυγούστου.

Αθηναίοι

Ελληνική φάλαγγα

Ο Ηρόδοτος δεν αναφέρεται στο μέγεθος του αθηναϊκού στρατού - από την άλλη, ο Κορνήλιος Νέπως, ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος δηλώνουν ότι οι Αθηναίοι διέθεταν 9.000 οπλίτες (και άλλους χίλιους από τις Πλαταιές)[ αν και ο Ιουστίνος αναφέρει ότι στη μάχη συμμετείχαν 10.000 Αθηναίοι και 1.000 Πλαταιείς αριθμοί που συγκρίνονται με αυτούς που δίνει ο Ηρόδοτος για τη μάχη των Πλαταιών. Ο Παυσανίας περιγράφει επίσης μνημείο προς τιμή των δούλων οι οποίοι απελευθερώθηκαν λόγω της συνεισφοράς τους στον Μαραθώνα Γενικά, αυτοί οι αριθμοί είναι αποδεκτοί σήμερα.

Το περσικό πεζικό (πιθανόν οι Αθάνατοι), τοιχογραφία του παλατιού του Δαρείου στα Σούσα

Πέρσες

Κατά τον Ηρόδοτο, ο περσικός στόλος είχε 600 τριήρεις- δεν αναφέρει ωστόσο το μέγεθος του περσικού στρατού, αν και γράφει ότι ήταν πολύ καλά προετοιμασμένος.[14] Ο Σιμωνίδης ο Κείος γράφει ότι οι Πέρσες διέθεταν 200.000 στρατιώτες - ο Κορνήλιος Νέπως γράφει ότι οι Πέρσες είχαν 200.000 άνδρες πεζικό και 10.000 άνδρες ιππικό (από αυτούς σχεδόν οι μισοί πολέμησαν στον Μαραθώνα, ενώ οι υπόλοιποι στάλθηκαν στο Σούνιο).[41] Ο Πλούταρχος και ο Παυσανίας αναφέρουν, όπως και το λεξικό «Σούδα», ότι οι Πέρσες είχαν 300.000 στρατιώτες. Ο Πλάτωνας και ο Λυσίας αναφέρουν ότι οι Πέρσες είχαν 500.000 στρατιώτες[- ο Ιουστίνος δηλώνει ότι οι Πέρσες διέθεταν 600.000 άνδρες.Κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, οι Πέρσες διέθεταν από είκοσι με εκατό χιλιάδες άνδρες πεζικό και χίλιους ιππείς.

Μάχη


Η πρώτη φάση της μάχης (στα αριστέρα) και η δεύτερη (στα δεξιά)

Η απόσταση μεταξύ των δύο στρατών ήταν λιγότερη από οκτώ στάδια (ή 1.5 χιλιόμετρα).[51] Στο κέντρο της αθηναϊκής παράταξης βρίσκονταν στρατιώτες της Λεοντίδας φυλής (με αρχηγό τον Θεμιστοκλή) και της Αντιοχίδας φυλής (με αρχηγό τον Αριστείδη), οι οποίοι ήταν παραταγμένοι στις τάξεις των τεσσάρων, ενώ στα πλευρά βρίσκονταν οι υπόλοιπες φυλές και οι Πλαταιείς, οι οποίοι ήταν παραταγμένοι στις τάξεις των οκτώ.[52][53]. Η μεγάλη συμβολή του Μιλτιάδη στη νίκη αυτή ήταν ότι ενίσχυσε τις πτέρυγες της αθηναϊκής παράταξης εις βάρος του κέντρου της, πράγμα που επέτρεψε την περικύκλωση της περσικής παράταξης.

Οι Αθηναίοι επιτέθηκαν και έφτασαν κοντά στις περσικές γραμμές[ - ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι οι Αθηναίοι ήταν οι πρώτοι Έλληνες που άντεξαν τους Μήδους, το όνομα των οποίων προκαλούσε τρόμο (Ἀθηναῖοι δὲ ἐπείτε ἀθρόοι προσέμιξαν τοῖσι βαρβάροισι, ἐμάχοντο ἀξίως λόγου. πρῶτοι μὲν γὰρ Ἑλλήνων πάντων τῶν ἡμεῖς ἴδμεν δρόμῳ ἐς πολεμίους ἐχρήσαντο, πρῶτοι δὲ ἀνέσχοντο ἐσθῆτά τε Μηδικὴν ὁρέοντες καὶ τοὺς ἄνδρας ταύτην ἐσθημένους· τέως δὲ ἦν τοῖσι Ἕλλησι καὶ τὸ οὔνομα τὸ Μήδων φόβος ἀκοῦσαι).

Οι αθηναϊκές πτέρυγες κατέστρεψαν τις περσικές γραμμές και περικύκλωσαν το ισχυρό κέντρο των Περσών - η μάχη έληξε με υποχώρηση του κέντρου των Περσών στα πλοία.[54] Αρκετοί Πέρσες σκοτώθηκαν στους βάλτους, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσαν.[55] Οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στα περσικά πλοία και κατάφεραν να καταστρέψουν επτά απ' αυτά.[30][56] Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στον Κυναίγειρο, αδερφό του Αισχύλου, ο οποίος προσπάθησε να τραβήξει μια περσική τριήρη, αλλά οι Πέρσες του έκοψαν το χέρι, με αποτέλεσμα να πεθάνει.

Κατά τον Ηρόδοτο, οι Πέρσες έχασαν 6.400 άνδρες στο πεδίο της μάχης, ενώ παραμένει άγνωστος ο αριθμός των νεκρών κατά την υποχώρηση. Στη μάχη σκοτώθηκαν 192 Αθηναίοι και 11 Πλαταιείς - σ' αυτή τη μάχη σκοτώθηκαν επίσης ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και ο στρατηγός Στησίλεως ο Θρασύλεω.

Αποτελέσματα

Κύριο λήμμα: Περσικοί Πόλεμοι

Μετά τη μάχη, ο περσικός στόλος έπλευσε γύρω από το Σούνιο για να επιτεθεί στην Αθήνα- οι Αθηναίοι, καθώς κατάλαβαν ότι η πόλη τους βρισκόταν υπό απειλή, βάδισαν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν στην Αθήνα.Οι Αθηναίοι κατάφεραν να φθάσουν νωρίτερα απ' ό,τι οι Πέρσες, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να υποχωρήσουν. Ο Ηρόδοτος αναφέρεται στη συμμαχία των Περσών και των Αλκμεωνιδών - οι τελευταίοι είχαν δώσει σήμα μετά τη μάχη. Αργότερα, στο πεδίο της μάχης έφτασαν οι Σπαρτιάτες - βλέποντας τα πτώματα των Περσών αναγνώρισαν τη μεγάλη νίκη των Αθηναίων.

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Πέθανε σε λίγο και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α'.[64] Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο[65] και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Η δεύτερη επίθεση των Περσών ξεκίνησε το 480 π.Χ, με επιτυχίες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο, αλλά οι Έλληνες πέτυχαν νίκες στη Σαλαμίνα, στις Πλαταιές και στη Μυκάλη και ανάγκασαν τους Πέρσες να υποχωρήσουν.


Σκλαβενίτης Construction Engineer

Από το 1958 θεμελιώνουμε την καινοτομία.


Σκλαβενίτης Construction Engineer .


Yπερπολυτελείς βίλες και κτίρια σε Γλυφάδα, Βούλα, Βουλιαγμένη, Μεγανήσι και Αυστραλία.

Με σημαντικές διεθνής βραβεύσεις

Πληροφορίες στο www.sklavenitis.co

      Σκλαβενίτης Construction Engineer

                     Έπιπλα Δ. Μιχαλόπουλος α.ε

Έπιπλα Δ. Μιχαλόπουλος α.ε

60 ΧΡΟΝΙΑ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΧΩΡΟ ΤΟΥ ΕΠΙΠΛΟΥ

Η Δ. Μιχαλόπουλος ΑΕ εδώ και 60 χρόνια κατασκευάζει έπιπλα με

«σημασία στη λεπτομέρεια!!» και με μακροχρόνια πορεία και πολλές περγαμηνές στον κατασκευαστικό τομέα.

Με έμφαση στη ποιότητα η Δ. Μιχαλόπουλος διαθέτει ένα γραφείο μελετών με έμπειρους διακοσμητές.

Τώρα μπορείτε να βρείτε ποιοτικά έπιπλα στο STOCK HOUSE του εργοστασίου μας με τιμές μείον 70%"

Έπιπλα Δ. Μιχαλόπουλος α.ε

Λεωφ. Κηφισίας 227
Κηφισιά

Τηλ. 210 6120 235

2ο χλμ Λεωφ. Μαρκοπούλου
Παιανίας

210 6643 487

Μιχαλόπουλος STOCK HOUSE 2 χλμ. Λ. Μαρκοπούλου Παιανία.

   Diamond Doors θωρακισμένες πόρτες ασφαλείας

Η εταιρεία Diamond Doors διαθέτει 17ετή εμπειρία στην εγκατάσταση θυρών ασφαλείας και κουφωμάτων

Εξυπηρέτηση Σε Όλη Την Αττική

♦ 5 Χρόνια Γραπτή Εγγύηση Για Κάθε Πόρτα Ασφαλείας

♦ Με Κλειδαριές Νέας Τεχνολογίας & Μη Αντιγράψιμο Κλειδί Νέου Τύπου

♦ Δωρεάν Επιμέτρηση Στον Χώρο Σας Κατόπιν Ραντεβού

♦ Δυνατότητα Τριπλής Θωράκισης Για Έξτρα Προστασία

Πόρτες Ασφαλείας

Λαβές πορτών

Πόρτες Εισόδου

Δείτε παρακάτω αναλυτικές τιμές με τοποθέτηση ανάλογα την επένδυση, το σχέδιο & τα σημεία κλειδώματος της πόρτας και επικοινωνήστε μαζί μας για να λάβετε προσφορά! 

Είμαστε άμεσα διαθέσιμοι για να σας λύσουμε όλες τις απορίες και να σας βοηθήσουμε να βρείτε την κατάλληλη πόρτα για τον χώρο σας εύκολα και γρήγορα. Ζητήστε Προσφορά!
Βρείτε μας στους εκθεσιακούς χώρους στο Ίλιον, στον Πειραιά, στον Άγιο Δημήτριο και στο νέο μας κατάστημα στο Χαλάνδρι και στο www.diamonddoors.gr

Ίλιον

Λέωφ. Χασιάς 57

Πειραιάς

Θηβών 86

Άγιος Δημήτριος

Βουλιαγμένης 309

Χαλάνδρι

Λ. Μεσογείων 307

Toni Strom, Στρώματα Ύπνου από το 1984

Toni Strom, Στρώματα Ύπνου Νέο Ηράκλειο

Ποσειδώνος & Καραγιώργη 32 Νέο Ηράκλειο

Τηλ. 2102794106


www.tonistrom.com

19tonis58@gmail.com 

Στρώματα

Κρεβάτια

Μαξιλάρια

Καναπέδες

Ταπετσαρίες επίπλων

                          Μάχη των Θερμοπυλών

Το πεδίο μάχης 

Οι Πέρσες είχαν χάσει στον Μαραθώνα δέκα χρόνια νωρίτερα, γι' αυτό ετοίμασαν μια δεύτερη εκστρατεία, ο αρχηγός τους ήταν ο Ξέρξης. Ο Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός του Θεμιστοκλής όπου έπεισε τους Έλληνες να κλείσουν τα στενά των Θερμοπυλών και του Αρτεμισίου. Οι Πέρσες, οι οποίοι είχαν εκατομμύρια άνδρες στρατό και εκατό με τριακόσιες χιλιάδες άνδρες, έφθασαν στα στενά στις αρχές του Σεπτεμβρίου.

Μετά από τέσσερις μέρες αναμονής, οι Πέρσες επιτέθηκαν, αλλά οι Έλληνες αντιστάθηκαν για δύο μέρες. Την τρίτη μέρα, ο Εφιάλτης οδήγησε τους Πέρσες πίσω από τους Έλληνες. Όταν το έμαθε αυτό, ο Λακεδαιμόνιος βασιλεύς Λεωνίδας (των Αγιαδών) αποδεσμεύει τις συμμαχικές δυνάμεις, για να οργανωθεί νέα άμυνα των Ελλήνων νοτιότερα, κρατώντας μαζί του στις Πύλες μονάχα επίλεκτες και εθελοντικές δυνάμεις, επιπλέον από τους θρυλικούς 300 Σπαρτιάτες, δηλαδή 900 με 1000 Περίοικους Λακεδαιμόνιους, ίσως μαζί και με Είλωτες (= απόγονοι κατακτημένων Αχαιών), 400 Θηβαίοι και 700 Θεσπιείς με επικεφαλής τον Δημόφιλο, γιο του Διαδρόμου.

Οι Πέρσες εξόντωσαν ολόκληρη τη δύναμη που έμεινε στο πεδίο της μάχης. Ο ελληνικός στόλος, αφού έμαθε τα νέα, αποφάσισε να απομακρυνθεί από το Αρτεμίσιο και να υποχωρήσει στη Σαλαμίνα, όπου αργότερα πέτυχε μια σημαντική νίκη. Οι Πέρσες υποχώρησαν ολοκληρωτικά μετά τις μάχες των Πλαταιών και της Μυκάλης.

Η μάχη των Θερμοπυλών αποτελεί μια από τις πιο σημαντικές μάχες στην ελληνική και στην παγκόσμια ιστορία. Κυρίως όμως από ηθική άποψη είναι λαμπρό παράδειγμα αυταπάρνησης, αυτοθυσίας και υπακοής στην πατρίδα. Η μάχη έδειξε τα πλεονεκτήματα της στρατιωτικής εκπαίδευσης των Σπαρτιατών, του καλύτερου εξοπλισμού και της έξυπνης χρήσης της διαμόρφωσης του εδάφους.

Πηγές και ιστορικο  

 

Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας», γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων  οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ.  Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών».  Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά» 

Αν και ο Θουκυδίδης είχε αρχικά αμφισβητήσει την ακρίβεια του Ηροδότου,[14][15] αργότερα δήλωσε ότι το έργο του «πατέρα της ιστορίας» δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διορθώσεις, καθώς χαρακτηριζόταν από ικανοποιητικό βαθμό ακρίβειας. Γι' αυτό, ο Θουκυδίδης αποφάσισε εντέλει να ξεκινήσει την ιστορία του από το σημείο που είχε ο Ηρόδοτος τη δική του αφήγηση (στην πολιορκία της Σηστού).  Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι[16]. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν.  Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.  Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη.  Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών. 

Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική και αναφέρεται στην εκστρατεία του Ξέρξη. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου.  Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, που βρίσκεται στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο. Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ). Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του.  Η Ιωνική Επανάσταση απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, γι' αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν . Έβλεπε επίσης, κυρίως αυτό, την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση. Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους. 

Το 491 π.Χ, ο Δαρείος απαίτησε την παράδοση όλων των ελληνικών πόλεων.  Πολλές από αυτές παραδόθηκαν - ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην παράδοση των Αιγινητών, που μετέπειτα κατηγορήθηκαν από τους Σπαρτιάτες για προδοσία.  Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες, και άλλες πόλεις-κράτη βέβαια, αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Πέρσες.  Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια.  Αλλά, η επέκτασή τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα 

Χάρτης του ελληνικού κόσμου κατά τη διάρκεια της μάχης

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο μετά ο Δαρείος πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α'. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα.  Καθώς η εισβολή θα ήταν μεγάλης κλίμακας, ο Ξέρξης χρειαζόταν πολύ χρόνο για συγκεντρώσει στρατό και υλικό πολέμου.  Αποφάσισε ότι ο Ελλήσποντος έπρεπε να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να περάσει στην Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι πρέπει να ανοιχθεί στον ισθμό του Όρους Άθως.  Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολη, όπως είναι και για τα σύγχρονα κράτη.  Στις αρχές του 480 π.Χ, οι ετοιμασίες τελείωσαν, και ο στρατός που συγκέντρωσε ο Ξέρξης στις Σάρδεις βάδισε στην Ευρώπη, περνώντας από τον Ελλήσποντο δια μέσου δύο τεχνητών γεφυρών. 

Στα μέσα της δεκαετίας του 480 π.Χ, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για πιθανό πόλεμο κατά των Περσών. Το 482 π.Χ, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να δημιουργήσουν ένα στόλο από τριήρεις, λέγοντας τους ότι πρόκειται να επιτεθεί στην Αίγινα.[40]. Ωστόσο, οι Αθηναίοι δεν κατείχαν τον απαραίτητο αριθμό στρατιωτών για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες - συνεπώς, χρειάζονταν μια συμμαχία από ελληνικές πόλεις-κράτη. Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ.[41] Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο,[42] όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν.

Το 480 π.Χ, συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε στους Έλληνες να σταματήσουν τον Ξέρξη στα Στενά των Τεμπών.[44] Ωστόσο, οι Πέρσες έμαθαν από τον Αλέξανδρο Α' της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του Περάσματος του Σαρανταπόρου, και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του περσικού στρατού, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. Οι Έλληνες αποφάσισαν να κλείσουν το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, από όπου ο Ξέρξης θα αναγκαζόταν να περάσει για να φτάσει στη Νότια Ελλάδα και όπου οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι θα αντιμετώπιζαν τον περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο. Ωστόσο, οι πόλεις της Πελοποννήσου, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων θα έφευγαν μαζικά στην Τροιζήνα. 


Η μάχη του Μαραθώνα αποδείχθηκε πολύ σημαντική για τους Έλληνες.[66] Η μάχη ήταν καθοριστική στιγμή στην ιστορία της αθηναϊκής δημοκρατίας, καθώς έδειξε τι μπορούσαν να πετύχουν με ενότητα και αυτοπεποίθηση  κατά τους σύγχρονους ιστορικούς, «η νίκη των Αθηναίων στον Μαραθώνα έδωσε στους Έλληνες την ευκαιρία να επιζήσουν για τρεις αιώνες, όποτε και ανάπτυξαν αξιόλογο πολιτισμό, στη βάση του οποίου υπάρχει ο δυτικός πολιτισμός»  Ο Τζων Στιούαρτ Μιλ έχει δηλώσει ότι «η μάχη του Μαραθώνα, ως γεγονός στη βρετανική ιστορία, είναι πιο σημαντική από τη μάχη του Χάστινγκς» και ο Edward Shepherd Creasy συμπεριλαμβάνει τη μάχη του Μαραθώνα στο έργο The Fifteen Decisive Battles of the World: from Marathon to Waterloo (Οι Δεκαπέντε πιο Αποφασιστικές Μάχες του Κόσμου: από τον Μαραθώνα στο Βατερλώ) Φαίνεται ότι ο Αθηναίος τραγικός ποιητής Αισχύλος θεωρούσε ότι η συμμετοχή του στον Μαραθώνα ήταν το πιο σημαντικό γεγονός στη ζωή του -ανώτερο κι από την Ορέστεια και τους Πέρσες του- δεδομένου ότι έγραψε το παρακάτω επίγραμμα:

Αἰσχύλον Εὐφορίωνος Ἀθηναῖον τόδε κεύθειμνῆμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας·ἀλκὴν δ' εὐδόκιμον Μαραθώνιον ἄλσος ἂν εἴποικαὶ βαθυχαιτήεις Μῆδος ἐπιστάμενοςΑυτός ο τάφος στην καρποφόρα Γέλα τον Αθηναίο Αισχύλο του Ευφορίωνα σκεπάζει. Για την ξακουστή παλληκαριά του το άλσος του Μαραθώνα θα πει, και οι μακρομάλληδες Μήδοι, που καλά την ξέρουν. 

Όσον αφορά τον στρατιωτικό τομέα, το μεγαλύτερο μάθημα για τους Έλληνες ήταν η δύναμη των οπλιτών - αυτοί θα έπαιζαν μεγάλο ρόλο και στις εμφύλιες συρράξεις των Ελλήνων.[72] Παρ' ολ' αυτά, ο σχηματισμός φάλαγγας ήταν ευάλωτος στο ιππικό, αλλά καθώς στον Μαραθώνα το περσικό ιππικό έλειπε, η φάλλαγα αποδείχθηκε θανατηφόρο όπλο.[73]Οι Πέρσες έφθασαν στις Θερμοπύλες στα τέλη Αυγούστου ή στις αρχές του Σεπτεμβρίου. Εκείνη την περίοδο, οι Σπαρτιάτες γιόρταζαν τα Κάρνεια, ενώ ήταν επίσης η περίοδος των Ολυμπιακών Αγώνων - μια σύγκρουση εκείνη την περίοδο θεωρούνταν ιεροσυλία. Παρ' ολ' αυτά, οι Έφοροι της Σπάρτης θεώρησαν ότι η επείγουσα κατάσταση ήταν σοβαρή δικαιολογία για να στείλουν στρατό με αρχηγό τον Λεωνίδα[48]. Ο Ηρόδοτος αναφέρει τον χρησμό της Πυθίας : είτε η Σπάρτη θα χαθεί είτε θα χάσει ένα βασιλιά 



[7.220.4] Εσάς, της Σπάρτης κάτοικοι, της όμορφα χτισμένης,
νά τί σας περιμένει: ή τη μεγάλη πόλη σας, την ξακουστή, κουρσεύουν
τα εγγόνια του Περσέα ή ετούτη ζει, μα θα πενθεί και ο λαός κι η χώρα
του ήρωα Λακεδαίμονα τον σκοτωμένο βασιλιά, απ᾽ του Ηρακλή τη ρίζα.
Κι αυτόν των ταύρων η ορμή να τον κρατήσει δεν μπορεί ούτε και των λεόντων·
του Δία έχει τη δύναμη ο Πέρσης· και κανένας
δεν τονε σταματά, προτού την πόλη είτε το ρήγα της κάνει χίλια κομμάτια.

Ο Λεωνίδας πίστευε ότι έπρεπε να πεθάνει για να σωθεί η Σπάρτη, γι' αυτό και πήρε μονάχα 300 Σπαρτιάτες, οι οποίοι είχαν γιους.[50] Κατά τη διάρκεια της πορείας τους, οι Σπαρτιάτες ενισχύθηκαν με άλλους 5.000 άνδρες.  Ο Λεωνίδας αποφάσισε να παρατάξει τους Σπαρτιάτες στο κέντρο, όπου βρίσκονταν το πιο στενό σημείο των Θερμοπυλών, ενώ οι Φωκείς ανέλαβαν να χτίσουν αμυντικό τείχος - έστειλε 1.000 Φωκείς να υπερασπιστούν την Τραχίνα, καθώς απ' εκεί οι Πέρσες μπορούσαν να περικυκλώσουν τους Έλληνες.  Όταν οι Πέρσες έφθασαν στην περιοχή, οι Πελοποννήσιοι έλεγαν ότι έπρεπε να κατεβούν στον Ισθμό της Κορίνθου και να αμυνθούν εκεί. Αλλά οι Φωκείς και οι Λοκροί έπεισαν τον Λεωνίδα να μείνει στο στενό. 

Ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτή για να πείσει τον Λεωνίδα να καταθέσει τα όπλα. Η απάντηση του Λεωνίδα ήταν «Μολὼν λαβέ»  Η μάχη ήταν αναπόφευκτη, αλλά ο Ξέρξης προτίμησε να περιμένει τέσσερις μέρες, πιστεύοντας ότι οι Έλληνες θα διασκορπιστούν.

Αθήνα-Σπάρτη 

Μαραθώνιος στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896

Κατά τον Ηρόδοτο, ο Φειδιππίδης έτρεξε την απόσταση των 219 περίπου χιλιομέτρων από την Αθήνα μέχρι τη Σπάρτη, μέσα σε μία ημέρα.  Μετά τη μάχη, το αθηναϊκό στράτευμα επέστρεψε εσπευσμένα στην Αθήνα και πρόλαβε να φτάσει στο Φάληρο πριν την άφιξη των περσικών πλοίων. Στη θέα του αθηναϊκού στρατού ο περσικός στόλος δεν επιχείρησε απόβαση και απέπλευσε για την Ασία. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Φειδιππίδης έτρεξε στην Αθήνα μετά τη μάχη, φώναξε τη λέξη «Νενικήκαμεν» (Νικήσαμε!) και ξεψύχησε, κάτι που όμως δεν αναφέρεται από τον Ηρόδοτο. Αυτή η ιστορία συναντάται για πρώτη φορά στο έργο Στη δόξα της Αθήνας (1ος αιώνας) του Πλουτάρχου, το οποίο αποτελείται από αποσπάσματα του χαμένου έργου του Ηρακλείδη του Ποντικού - εκεί ο δρομέας αναφέρεται ως Θέρσιππος και Ευκλής.  Μεταγενέστερα, ο Λουκιανός (2ος αιώνας) δηλώνει ότι ο δρομέας ονομαζόταν Φιλιππίδης και όχι Φειδιππίδης. 

 

 

Ariston CarpetsΤαπητοκαθαριστήρια

Ένας είναι ο σωστός και ολοκληρωμένος βαθύς καθαρισμός των χαλιών.

Ariston CarpetsΤαπητοκαθαριστήρια

Υπάρχουν εκατοντάδες είδη χαλιών ποικίλων ποιοτήτων και προελεύσεων.Καθένα από αυτά τα χαλιά πρέπει να αντιμετωπίζεται με διαφορετικό τρόπο καθαρισμό.Από τη στιγμή λοιπόν, που μας εμπιστεύεστε τα χαλιά σας, εμείς προχωρούμε στη διαλογή του και τα χωρίζουμε ανα κατηγορία και ποιότητες.

Κατόπιν εφαρμόζουμε τη μέθοδο καθαρισμού που αρμόζει σε κάθε χαλί: πλύσιμο στο χέρι πόντο πόντο, νεροτριβή πλύσιμο σε μηχανές ή στεγνό καθάρισμα.

Έτσι τα χαλιά σας, χειροποίητα, μηχανής, μοκέτες,κιλίμια η φλοκάτες αποτελούν για μας μοναδικά κομμάτια στα οποία δείχνουμε ιδιαίτερη προσοχή με τη φροντίδα και το μεράκι της δουλειάς μας.

Με ειδικές μεθόδους καθαρισμού και ανάλογα με την κατάστασή του κάθε χαλιού, εφαρμόζουμε ειδικές μεθόδους αναζωογόνησης των χρωμάτων και του πέλους του που φτάνουν στους κόμπους ύφανσης.

Γι αυτό επιμένουμε και συνιστούμε να μην καθαρίζονται τα χαλιά επί τόπου.

Πρέπει οπωσδήποτε μία φορά το χρόνο να καθαρίζονται ολοκληρωμένα και σε βάθος, ώστε να δείχνουν σα καινούρια.

Στράγγισμα - Στέγνωμα

Όλο το μυστικό διατήρησης του καθαρισμού των χαλιών σας, βρίσκεται στο στράγγισμα και το στέγνωμα.

Αμέσως μετά τον καθαρισμό, το πλύσιμο, την απολύμανση και το στράγγισμα που γίνεται με ειδική μέθοδο, στεγνώνουμε τα χαλιά σας σε ειδικά μελετημένους χώρους, μακριά από τον ήλιο.Έτσι πετυχαίνουμε άριστα αποτελέσματα ποιότητας και το χαλί σας είναι έτοιμο για φύλαξη.

ΦΥΛΑΞΗ

Αφού το χαλί σας τυλιχτεί σωστά και τοποθετηθεί στο προστατευτικό κάλυμμα, φυλάσσεται για όσο καιρό επιθυμείτε σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους με κατάλληλες συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας και αέρα.

Έτσι το χαλί σας διατηρείται καθαρό ώστε με την επιστροφή του και το στρώσιμο να χαρείτε την ποιότητα καθαρισμού που μόνον εμείς σας προσφέρουμε.

ΑRISTON δίπλα στις ανάγκες σας με κάθε ασφάλεια που επιβάλλει η εποχή που διανύουμε. Επωφεληθείτε από τις προσφορές μας και κλείστε το ραντεβού σας στα τηλέφωνα 210-2842550/551. Το έμπειρο προσωπικό μας είναι στη διάθεσή σας για να σας εξυπηρετήσει με σεβασμό και ασφάλεια

τηλέφωνα 210-2842550/551.

https://aristoncarpets.webnode.gr

ΕΛΑΣΤΙΚΑ ΧΑΤΖΗΓΕΩΡΓΙΟΥ ΗΛΙΑΣ



H επιχείρηση ιδρύθηκε το 2005. Από τότε προσφέρει στην αγορά καταξιωμένα και ποιοτικά προϊoν

Ελαστικά

Ζάντες

Αξεσουάρ

(τάσια, λαμπτήρες, led, προσθήκες, λεβιέ, καλύμματα, κ.τ.λ.)

Άζωτο

Ευθυγράμμιση

Αμορτισέρ

Ελατήρια

Τα προϊόντα απευθύνονται σε επιβατικά, 4x4, SUV, μικρά επαγγελματικά οχήματα & ΜΟΤΟ. Οι υπηρεσίες που παρέχονται είναι:

Εμπορία & Service Ελαστικών

Ζυγοστάθμιση

Επισκευή Ζαντών (πρεσαρισμα -τορνίρισμα - κολλήσεις)

Με γνώμονα την σωστή εξυπηρέτηση και το συμφέρον του πελάτη, προσφέρεται:

Γραπτή εγγύηση Προϊόντων

Συμβουλές και Οδηγίες Σωστής Επιλογής και Χρήσης Προϊόντων

Ανταγωνιστικές Τιμές

Συνέπεια και Επαγγελματική Αντιμετώπιση

Σταθμό επαγγελματικής πορείας αποτελεί η συνεργασία με τα ελαστικά BRIDGESTONE-CONTINENTAL-VREDESTEIN, που συνδυάζουν την κορυφαία τεχνολογία, το πρωτοποριακό design & την φουτουριστική αισθητική.

Με στόχο το αξιόπιστο service, την οικονομία χρόνου, & την άψογη εφαρμογή των τροχών, για να απολαμβάνετε την μέγιστη οδηγική άνεση, είμαστε εξοπλισμένοι με υπεραυτόματα μηχανήματα τελευταίας τεχνολογίας.

ΠΑΡΝΗΘΟΣ 195, ΑΧΑΡΝΕΣ, ΑΘΗΝΑ

ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 2102447877

https://www.hatzigeorgiou.co.gr/

Ο Λεωνίδας Α´  

(Σπάρτη, περ. 540 π.Χ. -Θερμοπύλες, Αύγουστος ή Σεπτέμβριος 480 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας ο οποίος διατέλεσε βασιλιάς της Σπάρτης από τη δυναστεία των Αγιαδών. Ο πατέρας του ήταν ο βασιλιάς Αναξανδρίδας Β΄ (ή Αλεξανδρίδας αλλιώς), ο οποίος απέκτησε τέσσερις γιους: τον Κλεομένη από τη δεύτερη γυναίκα του καί τρεις γιους (Δωριέας, Λεωνίδας, Κλεόμβροτος) από την πρώτη του σύζυγο. Πιστευόταν πως ήταν απόγονος του Ηρακλή. Ο Λεωνίδας ανέβηκε στο θρόνο το 488 π.Χ. μετά τον ετεροθαλή αδελφό του τον Κλεομένη, τον οποίο ο πατέρας του είχε αποκτήσει από τη δεύτερη σύζυγό του. Ο Λεωνίδας, καθότι τριτότοκος γιος, δεν περίμενε ότι θα γινόταν βασιλιάς. Όμως ο Κλεομένης εξορίστηκε και τελικά πέθανε σε μια φυλακή της Σπάρτης και ο Δωριέας είχε πεθάνει στη Σικελία οδηγώντας μια ομάδα μισθοφόρων.ν ο Λεωνίδας γεννήθηκε το 540 π.Χ., τότε το 510 π.Χ. πρέπει να ήταν σε ηλικία γάμου. Είτε παντρεύτηκε μια γυναίκα το όνομα της οποίας αγνοούμε, οπότε και χώρισε αργότερα, είτε έμεινε ανύπαντρος μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 490 π.Χ., όταν παντρεύτηκε τη Γοργώ, η οποία ήταν κόρη του ετεροθαλούς αδελφού του, Κλεομένη. Εκείνη την εποχή, ήταν φυσιολογικό οι βασιλείς να παντρεύονται κοντινά συγγενικά τους πρόσωπα για να διατηρήσουν το βασιλικό αίμα. Ο Λεωνίδας με τη Γοργώ απέκτησαν ένα γιο, τον Πλείσταρχο, γεγονός που τον καθιστούσε ισότιμο με τους τριακόσιους, οι οποίοι επιλέχθηκαν να τον συνοδέψουν στις Θερμοπύλες εν μέρει επειδή είχαν όλοι τους γιο. Ο Λεωνίδας με αυτό τον τρόπο επέλεξε πως όποιοι μαχητές θα πήγαιναν να πολεμήσουν έπρεπε να είχαν τουλάχιστον ένα γιο, ώστε να διατηρηθεί η γενιά τους. Από τους δυο βασιλιάδες της Σπάρτης θέλησε να πάει ο Λεωνίδας, υπακούοντας και σε ένα χρησμό του μαντείου των Δελφών που έλεγε: "Ή πόλη της Σπάρτης θα σβηστεί από το χάρτη ή θα θρηνήσει τον βασιλιά της".

Θερμοπύλες 

Ο Λεωνίδας στις Θερμοπύλες, από τον Ζακ-Λουί Νταβίντ, 1814Κύριο λήμμα: Μάχη των Θερμοπυλών

Ο Λεωνίδας ανέλαβε την ηγεσία του συμμαχικού ελληνικού στρατού και κατάφερε με επιτυχία να τους κρατήσει ενωμένους και να ξεχάσουν τις διαφορές τους. Η στρατιωτική του ευφυΐα έγινε εμφανής τον Αύγουστο του 480 π.Χ. στο στενό των Θερμοπυλών, με το τρόπο που παρέταξε τα στρατιωτικά τμήματα και με τη ταχύτητα με την οποία τα ενάλλασσε στο πεδίο της μάχης.

Μπροστά στον πολυπληθέστατο στρατό των Περσών, ο Λεωνίδας με 300 Σπαρτιάτες και 700 Θεσπιείς προέβαλε γενναία αντίσταση, εκμεταλλευόμενος και τη φυσική διαμόρφωση της θέσης. Όταν ο Ξέρξης τού απέστειλε αγγελιαφόρο και του ζήτησε να παραδώσει τα όπλα και να παραδοθεί, ο Σπαρτιάτης βασιλιάς απάντησε «Μολών λαβέ», δηλαδή «έλα να τα πάρεις», θέλοντας έτσι να τον προκαλέσει να δώσει μάχη και να αποδείξει την αξία του. Το διαχρονικό «μολών λαβέ» έχει περάσει πλέον στην ιστορία, έχει γίνει καθημερινή φράση και του έχει χαρίσει αιώνια αίγλη. Με αντίθετους συμβολισμούς έχει καταγραφεί και η προδοσία του Εφιάλτη, ο οποίος οδήγησε τους Πέρσες στα νώτα των Ελλήνων από την Ανοπαία οδό και εξασφάλισε τη νίκη του περσικού στρατού. Όλοι οι Έλληνες στρατιώτες σκοτώθηκαν, μεταξύ των οποίων και ο βασιλιάς Λεωνίδας, ο οποίος έγινε σύμβολο πατριωτικής αυτοθυσίας.

Απόδοση τιμών 

Αρχαιότητα 

Η θυσία του Λεωνίδα και των 300 συμπολεμιστών του έγινε διαχρονικό σύμβολο και στη θέση που έπεσε ο Λεωνίδας και οι συμπολεμιστές του οι αρχαίοι έστησαν μνημείο με χαραγμένο πάνω του το γνωστό επίγραμμα του Σιμωνίδη:

Ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδεκείμεθα, τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι."Ξένε, πες στους Λακεδαιμόνιους ότι κειτόμεθα εδώ, πιστοί στους νόμους τους", εννοώντας: "πεθάναμε εδώ ακολουθώντας τις σπαρτιατικές παραδόσεις".

Μετά τη μάχη στις Θερμοπύλες στήθηκε ένας πέτρινος λέοντας για να θυμούνται όλοι το όνομα του βασιλιά που έπεσε στο σημείο εκείνο. Τα λείψανά του στάλθηκαν για ταφή στη Σπάρτη το 440 π.Χ..

Ελληνιστική περίοδος 

Προς τιμή του Λεωνίδα στην ελληνιστική περίοδο οι Σπαρτιάτες ανήγειραν ένα ναό, το Λεωνιδαίο, και τελούσαν μια ετήσια γιορτή, τα Λεωνίδαια. Η γιορτή αυτή ατόνησε όταν άρχισε να παρακμάζει η Σπάρτη, αλλά αναβίωσε ξανά την εποχή του Ρωμαίου αυτοκράτορα Τραϊανού. Ο Τραϊανός το έκανε αυτό και για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας, καθώς εκείνη την περίοδο είχε ξεκινήσει ο πόλεμος μεταξύ της Ρώμης και των Πάρθων, συνεχιστές του κράτους των Περσών και ήθελε να θυμίσει την ηρωική στάση των Ελλήνων στους Περσικούς πολέμους. Μάλιστα ένας Ρωμαίος ευγενής, ο Γάιος Ιούλιος Αγησίλαος, έκανε μεγάλη οικονομική δωρεά στην εορτή.

Σύγχρονη ιστορία 

Στις παρυφές της ακρόπολης της Σπάρτης και στα βόρεια όρια της σημερινής πόλης, σώζονται τα ερείπια ενός ιδιόμορφου ναόσχημου οικοδομήματος, του Λεωνιδαίου (5ου αι. π.Χ.). Είναι χτισμένο με μεγάλους πωρόλιθους και χωρίζεται σε δύο θαλάμους. Η τοπική παράδοση θεωρεί ότι είναι ο τάφος του Λεωνίδα, ωστόσο είναι γνωστό ότι τα οστά του μεταφέρθηκαν από τις Θερμοπύλες και τάφηκαν βορειότερα, κοντά στο θέατρο.

Η σύγχρονη πολιτεία έχει χτίσει ένα μνημείο-τύμβο στην πόλη της Σπάρτης και ένα άγαλμα-μνημείο στο πεδίο όπου έγινε η μάχη των Θερμοπυλών. Το μνημείο των Θερμοπυλών ανεγέρθηκε το 1955 και το είχε δημιουργήσει ο γλύπτης Βάσος Φαληρέας. Στο κεντρικό βάθρο υπάρχει ένα ορειχάλκινο άγαλμα του Σπαρτιάτη βασιλιά με δόρυ και ασπίδα. Δύο αγάλματα τον συντροφεύουν, οι αναπαραστάσεις του Ευρώτα και του Ταΰγετου. Στη βάση τοποθετήθηκε πλάκα η οποία αναγράφει "ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ". Ομοίως το επιβλητικό άγαλμα στη Σπάρτη φιλοτεχνήθηκε από τον ίδιο το 1969 και βρίσκεται στο τέρμα της λεωφόρου Κ. Παλαιολόγου και μπροστά από το Εθνικό Στάδιο της πόλης. Η μορφή του βασιλιά Λεωνίδα και στα δύο αγάλματα, στη Σπάρτη και στις Θερμοπύλες, έχει βασιστεί σε μια αναπαράσταση πολεμιστή που ανακάλυψε η Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή το 1920 και ταυτίστηκε με τον πεσόντα βασιλέα.

                                    pizza Zeakis 


Για μας η καλύτερη και αμεσότερη εξυπηρέτηση σας ήταν στόχος που επετεύχθη με τη δημιουργία του e-delivery "home food delivery pizza By zeakhs".

Η mobile εφαρμογή μας είναι στη διάθεση όσων μας αγάπησαν από το 2012 μέχρι και σήμερα και μας στηρίζουν συνεχώς καθώς και για όσους θέλουν να μας γνωρίσουν δοκιμάζοντας αυθεντικές ιταλικές χειροποίητες γεύσεις.

Αν λοιπόν πεθυμήσατε μία πίτσα σπιτική με αγνά υλικά άριστης ποιότητας και πολύ μεράκι τότε το μόνο που έχετε να κάνετε είναι ένα κλικ στην εφαρμογή του "pizza Zeakis ", να δείτε τις αυθεντικές ιταλικές δημιουργίες μας, να φτιάξετε τη δικιά σας παραγγελία, να πατήσετε αποστολή και να γευτείτε απλά και γρήγορα στο χώρο σας τις εκλεκτές μας γεύσεις

Food Delivery    pizza Zeakis s - Αχαρνές ( Μενίδι )

Εθνικής Αντιστάσεως  65,  Αχαρνές ( Μενίδι )

ΤΗΛ 2120008090

Ωράριο Παράδοσης:17:50 - 00:00

Ωράριο Παραλαβής:17:50 - 00:00


https://www.pizzazeakhs.com/






                  Ναυμαχία του Αρτεμισίου

Η Ναυμαχία του Αρτεμισίου, που διεξήχθη παράλληλα με τη μάχη των Θερμοπυλών, είναι θαλάσσια σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Περσών, κατά τη δεύτερη περσική εισβολή.

Οι Πέρσες ξεκίνησαν, υπό την ηγεσία του Ξέρξη Α', εισβολή στην Ελλάδα, με στόχο να αποκαταστήσουν το γόητρο τους μετά την ήττα από τους Αθηναίους στον Μαραθώνα, το 490 π.Χ. Ο Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός Θεμιστοκλής πρότεινε στους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στους στενούς χώρους των Θερμοπυλών και του Αρτεμισίου.

Ο περσικός στόλος είχε χάσει περίπου τετρακόσια πλοία λόγω θύελλας στη Μαγνησία, ενώ αργότερα έχασε άλλα διακόσια πλοία στην Εύβοια, τα οποία έστειλε για να παγιδεύσει τους Έλληνες. Μετά από δύο μέρες μικροσυγκρούσεων, ξεκίνησε η κύρια μάχη, που έληξε για τους αντιπάλους με ίσες απώλειες. Οι Έλληνες, όμως, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν στη Σαλαμίνα, όταν έμαθαν το αποτέλεσμα της μάχης των Θερμοπυλών.

Στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ωστόσο, οι Έλληνες πέτυχαν αποφασιστική νίκη, λόγω του ότι κατάφεραν να παρασύρουν τους Πέρσες στα στενά. Μετά την ήττα στη Σαλαμίνα, ο Ξέρξης, με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του, υποχώρησε στην Ασία, αναθέτοντας στον Μαρδόνιο την υποδούλωση της Ελλάδος. Αλλά, οι Έλληνες πέτυχαν αποφασιστικές νίκες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη, αναγκάζοντας τους Πέρσες να υποχωρήσουν ολοκληρωτικά.

Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας»,[1] γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων[2], οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ.[3] Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε. Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών».[4] Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά» 

Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του.[5][6] Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν επαναγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές.[6] Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι . Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν  Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι. Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως.[ Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών. 

Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου.  Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας, ενώ αποτελεί το θέμα της τραγωδίας Πέρσαι του Αισχύλου. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο. Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ), οι οποίοι κατέπνιγαν κάθε εξέγερση εναντίον τους.Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του.[16] Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, για αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν[18][19] - έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση.[19] Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους.

Το 491 π.Χ, ο Δαρείος απαίτησε την παράδοση όλων των ελληνικών πόλεων.[21][22] Πολλές από αυτές παραδόθηκαν - ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην παράδοση των Αιγινητέων, που μετέπειτα κατηγορήθηκαν από τους Σπαρτιάτες για προδοσία. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες ήταν οι μόνοι που αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Πέρσες.[22] Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια.[24] Αλλά, η επέκταση τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιείων στον Μαραθώνα.

Χάρτης του ελληνικού κόσμου κατά τη διάρκεια της μάχης.

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδιά του αναβλήθηκαν, λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο, όταν και πέθανε - στον θρόνο ανέβηκε ο Ξέρξης Α'. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο  και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Καθώς θα αποτελούσε μεγάλης κλίμακας εισβολή, ο Ξέρξης χρειαζόταν πολύ χρόνο για συγκεντρώσει στρατό και υλικά αγαθά.[29] Ο Ξέρξης αποφάσισε ότι ο Ελλήσποντος πρέπει να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να διασχίσει την Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι πρέπει να περνά δια μέσου του ισθμού του Όρους Άθως.[30] Η εκπλήρωση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολη, όπως είναι και για τα σύγχρονα κράτη.  Στις αρχές του 480 π.Χ, οι ετοιμασίες τελείωσαν, και ο στρατός που συγκέντρωσε ο Ξέρξης στις Σάρδεις βάδισε στην Ευρώπη, περνώντας από τον Ελλήσποντο δια μέσου δύο τεχνητών γεφυρών.

Στα μέσα της δεκαετίας του 480 π.Χ, οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για πιθανό πόλεμο κατά των Περσών. Το 482 π.Χ, ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να δημιουργήσουν ένα στόλο από τριήρεις, λέγοντας τους ότι πρόκειται να επιτεθεί στην Αίγινα[32][33]. Ωστόσο, οι Αθηναίοι δεν κατείχαν τον απαραίτητο αριθμό στρατιωτών για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες και, συνεπώς, χρειάζονταν μια συμμαχία από ελληνικές πόλεις-κράτη. Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ.  Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο,[35] όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν. 

Το 480 π.Χ, συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε στους Έλληνες να σταματήσουν τον Ξέρξη στα Στενά των Τεμπών. Ωστόσο, οι Πέρσες έμαθαν από τον Αλέξανδρο Α' της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του Περάσματος του Σαρανταπόρου, και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του περσικού στρατού, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν. Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. Τότε, ο Θεμιστοκλής πρότεινε μια διαφορετική στρατηγική στους συμμάχους. Ο Ξέρξης θα αναγκαζόταν να περάσει από τις Θερμοπύλες για να φτάσει στη Νότια Ελλάδα. Για αυτό, ο Θεμιστοκλής πρότεινε στους Έλληνες να κλείσουν το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, όπου οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι θα αντιμετώπιζαν τον περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο. Αυτό το σχέδιο έγινε δεκτό από τους Έλληνες.Ωστόσο, οι πόλεις της Πελοποννήσου, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων θα έφευγαν μαζικά στην Τροιζήνα.


                               Ναυμαχία της Σαλαμίνας

 Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας (αρχαία ελληνικά: Ναυμαχία τῆς Σαλαμῖνος) διεξήχθη στις 22 Σεπτεμβρίου[2][3] του 480 π.Χ, στα Στενά της Σαλαμίνας (στον Σαρωνικό Κόλπο, κοντά στην Αθήνα) μεταξύ της συμμαχίας των ελληνικών πόλεων-κρατών και της Περσικής Αυτοκρατορίας. Η ναυμαχία της Σαλαμίνας αποτέλεσε την σημαντικότερη σύγκρουση και την αρχή του τέλους της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, η οποία ξεκίνησε το 480 π.Χ.

Αρχικά, οι Έλληνες σχεδίαζαν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο (ξηρά και θάλασσα αντίστοιχα). Στη μάχη των Θερμοπυλών, οι Πέρσες εξολόθρευσαν τις περιορισμένες Ελληνικές δυνάμεις που είχαν παραταχθεί στο ομώνυμο στενό, χάρη στην προδοσία του Εφιάλτη. Στο Αρτεμίσιο, ο συμμαχικός στόλος έχασε περίπου τα μισά πλοία του, ενώ ο περσικός στόλος έχασε το 1/4 των πλοίων του. Μόλις οι Σύμμαχοι πληροφορήθηκαν για την καταστροφή στις Θερμοπύλες αποφάσισαν να υποχωρήσουν. Αυτό επέτρεψε στους Πέρσες να καταλάβουν τη Βοιωτία και την Αττική.

Οι Πελοποννήσιοι ήθελαν να σταματήσουν τον περσικό στόλο στον Ισθμό της Κορίνθου.[4] Παρ' όλ' αυτά, ο Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός Θεμιστοκλής έπεισε τους Έλληνες να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες στη Σαλαμίνα, ελπίζοντας ότι μια νίκη θα εμπόδιζε τους Πέρσες να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Ο Θεμιστοκλής ανάγκασε τον Ξέρξη να επιτεθεί στα Στενά της Σαλαμίνας, όπου η αριθμητική υπεροχή των Περσών ήταν άχρηστη και προβληματική. Ο βασιλιάς Ξέρξης, βέβαιος για τη νίκη, ανέβηκε σε μία πλαγιά του βουνού Αιγάλεω για να παρακολουθήσει τη ναυμαχία. Στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος πέτυχε μια σημαντική νίκη, αφού κατέστρεψε 300 περσικά πλοία.

Μετά τη ναυμαχία, ο Ξέρξης, μαζί με ένα μεγάλο μέρος του στρατού, επέστρεψε στην Ασία, ενώ για την υποταγή της Ελλάδος παρέμεινε ο Μαρδόνιος με τον υπόλοιπο περσικό στρατό. Αλλά το 480 π.Χ. οι Πέρσες υπέστησαν σοβαρή ήττα στις Πλαταιές και στη Μυκάλη και σταμάτησαν τις επιθέσεις τους στην ηπειρωτική Ελλάδα. Λίγο αργότερα, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, αν οι Πέρσες νικούσαν στη Σαλαμίνα, θα είχε σταματήσει η ανάπτυξη της Ελλάδος, και κατά συνέπεια ο δυτικός πολιτισμός δεν θα ήταν αυτό που είναι σήμερα. Γι' αυτό, η ναυμαχία της Σαλαμίνας θεωρείται από τις πιο σημαντικές μάχες στην ανθρώπινη ιστορία. 

Κύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας»,[8] γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων[9], οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ.[10] Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε.[10] Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος ενόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολογία και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών».[11] Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά». 

Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του.[12][13] Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν επανεγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές.  Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι[14]. Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοηθείας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν[15]. Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι. Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη. Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των νεκρών και τις ημερομηνίες των μαχών.

Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου. Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας, ενώ αποτελεί το θέμα των Περσών του Αισχύλου. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηρόδοτο. 

Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ.).  Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του.[24] Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, γι' αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν - έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση. Το 492 π.Χ., οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους. 

Το 491 π.Χ., ο Δαρείος απαίτησε την παράδοση όλων των ελληνικών πόλεων.[28] Πολλές από αυτές παραδόθηκαν - ο Ηρόδοτος αναφέρεται στην παράδοση των Αιγινητών, που μετέπειτα κατηγορήθηκαν από τους Σπαρτιάτες για προδοσία[29]. Οι Αθηναίοι και οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν να παραδοθούν στους Πέρσες.[30] Τότε, το 490 π.Χ., ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια.[31] Αλλά, η επέκτασή τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα. 

Χάρτης του ελληνικού κόσμου κατά τη διάρκεια της μάχης

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδιά του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο μετά ο Δαρείος πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α΄. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο  και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Καθώς η εισβολή θα ήταν μεγάλης κλίμακας, ο Ξέρξης χρειαζόταν πολύ χρόνο για συγκεντρώσει στρατό και υλικά αγαθά. Αποφάσισε ότι ο Ελλήσποντος έπρεπε να γεφυρωθεί για να επιτρέψει στον στρατό του να περάσει στην Ευρώπη, και ότι ένα κανάλι έπρεπε να ανοιχθεί στον ισθμό του Όρους Άθως. Η πραγματοποίηση αυτών των στόχων ήταν πάρα πολύ δύσκολη, όπως είναι και για τα σύγχρονα κράτη.[37] Στις αρχές του 480 π.Χ., οι ετοιμασίες τελείωσαν, και ο στρατός που συγκέντρωσε ο Ξέρξης στις Σάρδεις βάδισε στην Ευρώπη, περνώντας από τον Ελλήσποντο δια μέσου δύο τεχνητών γεφυρών. 

Στα μέσα της δεκαετίας του 480 π.Χ., οι Αθηναίοι ξεκίνησαν τις προετοιμασίες για πιθανό πόλεμο κατά των Περσών. Το 482 π.Χ., ο Θεμιστοκλής έπεισε τους Αθηναίους να δημιουργήσουν ένα στόλο από τριήρεις, λέγοντας τους ότι πρόκειται να επιτεθεί στην Αίγινα[39][40]. Ωστόσο, οι Αθηναίοι δεν κατείχαν τον απαραίτητο αριθμό στρατιωτών για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τους Πέρσες - συνεπώς, χρειάζονταν μια συμμαχία από ελληνικές πόλεις-κράτη. Το 481 π.Χ., ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ.[41] Η Σπάρτη και η Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο,  όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν. 

Το 480 π.Χ., συγκλήθηκε νέο συνέδριο. Μια αντιπροσωπεία από τη Θεσσαλία πρότεινε στους Έλληνες να σταματήσουν τον Ξέρξη στα Στενά των Τεμπών.[45] Ωστόσο, οι Πέρσες έμαθαν από τον Αλέξανδρο Α΄ της Μακεδονίας ότι η κοιλάδα θα μπορούσε να παρακαμφθεί μέσω του Περάσματος του Σαρανταπόρου, και λόγω του μεγαλύτερου μεγέθους του περσικού στρατού, οι Έλληνες οπισθοχώρησαν.[46] Λίγο αργότερα, έμαθαν ότι ο Ξέρξης διέσχισε τον Ελλήσποντο. Οι Έλληνες αποφάσισαν να κλείσουν το στενό πέρασμα των Θερμοπυλών, από όπου ο Ξέρξης θα αναγκαζόταν να περάσει για να φτάσει στη Νότια Ελλάδα και όπου οι Πέρσες δεν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την αριθμητική υπεροχή τους. Παράλληλα, οι Αθηναίοι θα αντιμετώπιζαν τον περσικό στόλο στο Αρτεμίσιο.[47] Ωστόσο, οι πόλεις της Πελοποννήσου, σε περίπτωση αποτυχίας του σχεδίου, σχεδίαζαν να υπερασπιστούν τον Ισθμό της Κορίνθου, ενώ οι γυναίκες και τα παιδιά των Αθηναίων θα έφευγαν μαζικά στην Τροιζήνα. 

Στις Θερμοπύλες, οι Έλληνες αντιστάθηκαν κατά των Περσών για τρεις ημέρες, πριν περικυκλωθούν από τους τελευταίους, λόγω της προδοσίας του Εφιάλτη. Οι Σπαρτιάτες και οι Θεσπιείς παρέμειναν στο πεδίο της μάχης, ενώ οι υπόλοιποι σύμμαχοι αποχώρησαν.[49] Η ναυμαχία του Αρτεμισίου, σε αυτό το σημείο, βρισκόταν σε αδιέξοδο[50] - ωστόσο, όταν έγινε γνωστό το αποτέλεσμα της μάχης των Θερμοπυλών, οι Αθηναίοι υποχώρησαν. 

Πρελούδιο 

Ο Θεμιστοκλής, μετά την ήττα στις Θερμοπύλες, προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να εγκαταλείψουν την πόλη τους, καθώς προέβλεπε την καταστροφή της. Οι Αθηναίοι έφυγαν από την πόλη και πήγαν στη Σαλαμίνα, στην Αίγινα και στην Τροιζήνα. Ο Θεμιστοκλής κατάφερε να πείσει τους Αθηναίους, επικαλούμενος τον χρησμό της Πυθίας, ο οποίος έλεγε ότι οι Αθηναίοι θα σωθούν σε ξύλινα τείχη, δηλαδή στις τριήρεις, όπως το ερμήνευσε ο Θεμιστοκλής[52]. Όσοι άνδρες ήταν σε θέση να πολεμήσουν μπήκαν στις τριήρεις, ενώ στην Αθήνα έμειναν λίγοι γέροι και άρρωστοι.

Ο στόλος των Ελλήνων κατευθύνθηκε στη Σαλαμίνα, με σκοπό να βοηθήσει την εκκένωση της Αττικής. Ο Θεμιστοκλής, παράλληλα, έστειλε επιγραφές στους Ίωνες να μην πολεμήσουν κατά των Ελλήνων:

ἄνδρες Ἴωνες, οὐ ποιέετε δίκαια ἐπὶ τοὺς πατέρας στρατευόμενοι καὶ τὴν Ἑλλάδα καταδουλούμενοι. ἀλλὰ μάλιστα μὲν πρὸς ἡμέων γίνεσθε· εἰ δὲ ὑμῖν ἐστι τοῦτο μὴ δυνατὸν ποιῆσαι, ὑμεῖς δὲ ἔτι καὶ νῦν ἐκ τοῦ μέσου ἡμῖν ἕζεσθε καὶ αὐτοὶ καὶ τῶν Καρῶν δέεσθε τὰ αὐτὰ ὑμῖν ποιέειν. εἰ δὲ μηδέτερον τούτων οἷόν τε γίνεσθαι, ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἀναγκαίης μέζονος κατέζευχθε ἢ ὥστε ἀπίστασθαι, ὑμεῖς δὲ ἐν τῷ ἔργῳ, ἐπεὰν συμμίσγωμεν, ἐθελοκακέετε μεμνημένοι ὅτι ἀπ᾽ ἡμέων γεγόνατε καὶ ὅτι ἀρχῆθεν ἡ ἔχθρη πρὸς τὸν βάρβαρον ἀπ᾽ ὑμέων ἡμῖν γέγονε

Άνδρες της Ιωνίας, δεν είναι δίκαιο να πολεμάτε εναντίον των πατέρων σας και να υποδουλώνετε την Ελλάδα. Θα ήταν καλύτερο για εσάς να πολεμάτε στο πλευρό μας. Αλλά αν αυτό δεν είναι δυνατό, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της μάχης να μείνετε στην άκρη και να πείσετε τους Κάρες να κάνουν το ίδιο. Αλλά αν δεν μπορείτε να κάνετε ούτε το ένα ούτε το άλλο, αν αποφασίσετε να μείνετε με το πλευρό της μεγαλύτερης δύναμης, όταν θα έρθουμε στα χέρια, να ενεργήσετε ως δειλοί και να θυμάστε ότι είμαστε το ίδιο αίμα και ότι η αιτία της εχθρότητας με τους βάρβαρους προήλθε από εσάς.[53]

Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα[54]. Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό[55].

Ο Θεμιστοκλής, από την άλλη, επέμενε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να μείνει στη Σαλαμίνα για να πολεμήσει. Στο συμβούλιο που συγκλήθηκε πριν τη ναυμαχία, ο Θεμιστοκλής διέκοπτε συνέχεια τον ναύαρχο των Κορινθίων, Αδείμαντο. Ο Ευρυβιάδης, τότε, του είπε ότι αυτούς που ξεκινούν πριν το σύνθημα τους ραπίζουν, ενώ ο Θεμιστοκλής του απάντησε ότι αυτοί που ξεκινούν πολύ μετά το σύνθημα δεν παίρνουν ποτέ βραβείο. Ο Ευρυβιάδης προσπάθησε να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή, ο οποίος απέφυγε το χτύπημα και είπε την γνωστή φράση πάταξον μέν, ἄκουσον δέ. Τότε ο Ευρυβιάδης ηρέμησε[56].

Ο Αδείμαντος πίστευε ότι ο ελληνικός στόλος έπρεπε να σταματήσει τους Πέρσες στον Ισθμό της Κορίνθου[57]. Ο Θεμιστοκλής θύμισε στους συμμάχους τη ναυμαχία του Αρτεμισίου λέγοντας ότι η ναυμαχία σε κλειστό χώρο θα λειτουργούσε προς όφελος τους[57]. Ο Αδείμαντος όμως αποκάλεσε απάτριν τον Θεμιστοκλή, επειδή ο Ξέρξης είχε κάψει την Αθήνα[56]. Οργισμένος, ο Θεμιστοκλής δήλωσε ότι οι Αθηναίοι είχαν την πατρίδα τους στις 200 τριήρεις που έφεραν στη Σαλαμίνα[56], προειδοποιώντας τους Έλληνες ότι οι Αθηναίοι μπορούσαν να μεταβούν στην Ιταλία, όπου θα έβρισκαν καλύτερη πατρίδα και οι Έλληνες θα θυμηθούν τα λόγια του γιατί θα μείνουν χωρίς στόλο[58]. Ο Ευρυβιάδης υποχώρησε[59] αλλά οι άλλοι στρατηγοί, βλέποντας την Αθήνα να καίγεται και τον εχθρικό στόλο να βρίσκεται στο Φάληρο, ετοιμάζονταν να πλεύσουν στον Ισθμό της Κορίνθου.

Τη νύχτα, ο Θεμιστοκλής έστειλε στο περσικό στρατόπεδο τον Σίκιννο, για να πει στους Πέρσες ότι μερικοί Έλληνες σκόπευαν να φύγουν από τη Σαλαμίνα και ότι ήταν η καλύτερη ευκαιρία για να τους περικυκλώσουν και να τους καταστρέψουν[60]. Ο Θεμιστοκλής ζήτησε επίσης από τον Σίκιννο να πει στον Ξέρξη ότι οι Πέρσες θα επικρατούσαν στον πόλεμο, όχι οι Έλληνες[60].

 

Ελληνικός στόλος 

Ελληνική τριήρης

Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο συμμαχικός στόλος είχε 378 τριήρεις, και αναφέρει τον αριθμό των πλοίων που έστειλε κάθε πόλη-κράτος (όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα).[61] Παρ' ολ' αυτά, σύμφωνα με τις προσθέσεις, οι Έλληνες διέθεταν 366 πλοία. Δεν αναφέρεται ρητά ότι όλες οι 378 τριήρεις πολέμησαν στη Σαλαμίνα (ἀριθμὸς δὲ ἐγένετο ὁ πᾶς τῶν νεῶν, πάρεξ τῶν πεντηκοντέρων, τριηκόσιαι καὶ ἑβδομήκοντα καὶ ὀκτώ)[1] και επίσης λέει ότι οι Αιγινήτες συμμετείχαν με 30 τριήρεις (νησιωτέων δὲ Αἰγινῆται τριήκοντα παρείχοντο).[62] Ο ιστορικός Macaulay πιστεύει ότι η διαφορά αφορά τη φρουρά που έπλευσε από την Αίγινα.[63] Όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, δύο περσικά πλοία αυτομόλησαν στους Έλληνες, ένα πριν τη ναυμαχία του Αρτεμισίου και ένα πριν τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, άρα ο συνολικός στόλος πρέπει να είναι 380 πλοία.[64]

Σύμφωνα με τον Αισχύλο, ο οποίος συμμετείχε στη ναυμαχία, ο ελληνικός στόλος είχε 310 τριήρεις.[65] Ο Κτησίας ισχυρίζεται ότι ο αθηναϊκός στόλος είχε μόνο 110 τριήρεις, αριθμός ο οποίος συνδέεται με τον αριθμό του Αισχύλου.[66] Σύμφωνα με τον Υπερείδη, ο ελληνικός στόλος είχε μόνο 220 πλοία.[67] Ο στόλος ήταν, στην πραγματικότητα, υπό την ηγεσία του Θεμιστοκλή, αλλά τυπικά ήταν υπό τη διοίκηση του Σπαρτιάτη Ευρυβιάδη, όπως είχε συμφωνηθεί στο συμβούλιο του 481 π.Χ.[44] Αν και ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να διεκδικήσει την αρχηγία του στόλου, οι αντίζηλες των Αθηναίων ναυτικές δυνάμεις (Κορίνθιοι, Αιγινήτες, Μεγαρείς) είχαν αντίρρηση και για συμβιβαστική λύση η ηγεσία του στόλου δόθηκε στη Σπάρτη, αν και δεν είχε ναυτική παράδοση.

                             Θεμιστοκλής


Ο Θεμιστοκλής πιθανολογείται ότι γεννήθηκε το 527 π.Χ. (κατά άλλη εκδοχή το 524 π.Χ.[4]) στους Φρεαρρίους Αττικής (η σημερινή Φέριζα κοντά στην Ανάβυσσο[εκκρεμεί παραπομπή]). Ο πατέρας του ονομαζόταν Νεοκλής από την οικογένεια των Λυκομηδών και, σύμφωνα τερα την προσοχή[5]. Η ταυτότητα της μητέρας του είναι πιο ασαφής. Κατά μία εκδοχή ήταν θρακικής καταγωγής και λεγόταν Αβρότονον και κατά άλλη εκδοχή λεγόταν Ευτέρπη και ήταν καρικής καταγωγής και συγκεκριμένα από την Αλικαρνασσό. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια του Θεμιστοκλή. Μερικοί συγγραφείς αναφέρουν ότι ήταν απείθαρχος ως παιδί και γι' αυτό αποκηρύχτηκε από τον πατέρα του Ο Πλούταρχος, όμως, θεωρεί ότι αυτό είναι ψευδές . Ο Θεμιστοκλής παντρεύτηκε την Αρχίππη, κόρη του Λύσανδρου από την Αλωπεκή 

Πολιτική και στρατιωτική σταδιοδρομία 

Τη χρονιά που γεννήθηκε ο Θεμιστοκλής, δηλαδή το 527 π.Χ., πέθανε ο τύραννος Πεισίστρατος, οπότε τον διαδέχτηκαν οι γιοι του, Ίππαρχος και Ιππίας Ο Ίππαρχος δολοφονήθηκε το 514 π.Χ. και σε απάντηση αυτής ο Ιππίας έγινε παρανοϊκός και άρχισε να βασίζεται όλο και περισσότερο στα ξένα συμφέροντα για να κρατηθεί στην εξουσία . Ο επικεφαλής της ισχυρής οικογένειας των Αλκμεωνιδών, Κλεισθένης, ανέτρεψε τον Ιππία και εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία.

Το νέο σύστημα διακυβέρνησης στην Αθήνα άνοιξε έναν πλούτο ευκαιριών για άνδρες σαν τον Θεμιστοκλή, οι οποίοι στο παρελθόν δεν είχαν πρόσβαση στην εξουσία[ . Η ικανότητά του ως δικηγόρος και επιδιαιτητής στην υπηρεσία του απλού λαού, προσέδωσε στον Θεμιστοκλή μεγάλη δημοτικότητα.

Ο Θεμιστοκλής εκλέχθηκε άρχων το 493 π.Χ. και έθεσε ως κύριο στόχο την ανάδειξη της Αθήνας ως κυρίαρχη ναυτική δύναμη. Υπό την καθοδήγησή του, οι Αθηναίοι άρχισαν την κατασκευή ενός νέου λιμανιού στον Πειραιά, που θα αντικαθιστούσε αυτό του Φαλήρου.

Με τη δύναμη της βάσης του να έχει εδραιωθεί μεταξύ των φτωχών, ο Θεμιστοκλής κάλυψε το κενό που άφησε ο θάνατος του Μιλτιάδη το 489 π.Χ., κι εκείνη τη δεκαετία έγινε ο πολιτικός με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Αθήνα[13]. Ωστόσο, η υποστήριξη της αριστοκρατίας άρχισε να συγκεντρώνεται γύρω από τον άνθρωπο που θα γινόταν ο σημαντικότερος πολιτικός αντίπαλος του Θεμιστοκλή: τον Αριστείδη, τον επονομαζόμενο Δίκαιο.

Το 483 π.Χ. ανακαλύφθηκε στη Μαρώνεια του Λαυρίου μία νέα φλέβα αργύρου, αξίας 100 ταλάντων[15]. Σε τέτοιες περιπτώσεις ένα μέρος των χρημάτων, συνήθως το 1/10, αφιερωνόταν στους θεούς και το υπόλοιπο διανέμονταν στους πολίτες. Υπέρμαχος αυτής της παραδοσιακής επιλογής ήταν ο Αριστείδης. Ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε να πείσει τους συμπολίτες του να μην ενεργήσουν με ιδιοτέλεια, αλλά να δουν μακρόπνοα και να διαθέσουν τα έσοδα στη ναυπήγηση 200 τριηρών, ταχύτατων κωπήλατων πολεμικών πλοίων, ένας πρωτοφανής αριθμός για τα δεδομένα της εποχής, και να εξοστρακίσουν τον Αριστείδη[16]. Σύμφωνα με μία εκδοχή, ο στόλος προοριζόταν αρχικά να πολεμήσει τους Αιγινήτες, που αποτελούσαν εμπόδια στα φιλόδοξα εμπορικά σχέδια των Αθηναίων, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο Θεμιστοκλής είχε από νωρίς προβλέψει ότι ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον των Περσών θα κρινόταν στη θάλασσα. Έγινε, ωστόσο, αμέσως κατανοητό ότι η απόφαση του Θεμιστοκλή να αναπτύξει τον αθηναϊκό στόλο είχε αντίκτυπο στα εσωτερικά της πόλης, καθώς ενίσχυε αισθητά την πολιτική κυριαρχία των κατώτερων κοινωνικών τάξεων της Αθήνας, των θητών, που επάνδρωσαν τα πλοία ως κωπηλάτες.

Δεύτερη περσική εισβολή στην Ελλάδα 


Το 481 π.Χ. πραγματοποιήθηκε ένα συνέδριο των ελληνικών πόλεων-κρατών, στη διάρκεια του οποίου περίπου 30 πόλεις συμφώνησαν να συμμαχήσουν εναντίον της επικείμενης περσικής εισβολής . Οι Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι ήταν πάνω απ' όλους στην παρούσα συμμαχία, ορκισμένοι εχθροί των Περσών[18]. Οι Σπαρτιάτες αιτήθηκαν τη διοίκηση των δυνάμεων ξηράς και δεδομένου ότι η Αθήνα θα είχε τη διοίκηση του ελληνικού στόλου, ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να διεκδικήσει τη διοίκηση των ναυτικών δυνάμεων. Ωστόσο, οι άλλες ναυτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Κορίνθου και της Αίγινας, αρνήθηκαν να δώσουν τη διοίκηση στους Αθηναίους και ο Θεμιστοκλής υποχώρησε. Αντ' αυτού, ως συμβιβαστική λύση, οι Σπαρτιάτες (που ήταν ασήμαντη ναυτική δύναμη) επέλεξαν τον Ευρυβιάδη ως διοικητή των ναυτικών δυνάμεων. Ωστόσο, είναι σαφές από τον Ηρόδοτο ότι ο Θεμιστοκλής θα ήταν ο πραγματικός ηγέτης του στόλου.

Το επόμενο συνέδριο έλαβε χώρα την άνοιξη του 480 π.Χ. Μία θεσσαλική αντιπροσωπεία πρότεινε στους συμμάχους να συγκεντρωθούν στα Στενά των Τεμπών ώστε να εμποδίσουν την επέλαση του Ξέρξη[. Εντούτοις όταν στάλθηκε εκεί μία δύναμη 10.000 οπλιτών, ο Αλέξανδρος Α' της Μακεδονίας τους προειδοποίησε ότι η κοιλάδα των Τεμπών θα μπορούσε να παρακαμφθεί με διάφορα άλλα περάσματα καθώς και ότι ο στρατός του Ξέρξη ήταν εξαιρετικά μεγάλος. Έτσι οι Έλληνες υποχώρησαν.

Τον Αύγουστο του 480 π.Χ., όταν ο περσικός στρατός πλησίαζε προς τη Θεσσαλία, ο στόλος των Συμμάχων απέπλευσε προς το Αρτεμίσιο και ο στρατός βάδισε προς τις Θερμοπύλες . Όταν ο περσικός στόλος έφθασε τελικά στο Αρτεμίσιο μετά από σημαντική καθυστέρηση, ο Ευρυβιάδης, για τον οποίο τόσο ο Ηρόδοτος όσο και ο Πλούταρχος αναφέρουν ότι δεν ήταν και ο πιο εμπνευσμένος διοικητής, θέλησε να αποφύγει τη μάχη.. Σ' εκείνη τη χρονική στιγμή, ο Θεμιστοκλής δέχτηκε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από τους ντόπιους ώστε να παραμείνει ο στόλος στο Αρτεμίσιο. Ο Θεμιστοκλής έδωσε μέρος του ποσού στον Ευρυβιάδη για να παραμείνει και ο ίδιος κράτησε το υπόλοιπο. Μετά από τρεις ημέρες μάχης, οι σύμμαχοι επικράτησαν του πολύ μεγαλύτερου περσικού στόλου, αλλά υπέστησαν σημαντικές απώλειες. Επιπλέον, η απώλεια της ταυτόχρονης Μάχης των Θερμοπυλών, από προδοσία ενός λιποτάκτη, του Εφιάλτη, έκανε άσκοπη την παρουσία των συμμάχων στο Αρτεμίσιο κι έτσι οι σύμμαχοι αποσύρθηκαν.

Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας


Κύριο λήμμα: Ναυμαχία της ΣαλαμίναςΔιάγραμμα των κινήσεων στη Ναυμαχία της Σαλαμίνας

Μετά την ήττα των Ελλήνων στις Θερμοπύλες, όλο και περισσότεροι Έλληνες προσχωρούσαν στο στρατόπεδο των Περσών: οι Λοκροί, οι Βοιωτοί, οι Δωριείς. Ο Θεμιστοκλής αρνιόταν να δεχτεί την εκδοχή της εγκατάλειψης του αγώνα. Γύρισε στην Αθήνα και προσπάθησε να πείσει τους συμπολίτες του να εγκαταλείψουν προσωρινά την πόλη τους. Οι Αθηναίοι, όπως συνηθιζόταν πριν από κάθε κρίσιμη απόφαση, έστειλαν θεωρούς στους Δελφούς για να ζητήσουν χρησμό. Ο χρησμός που τους έδωσε η Πυθία Αριστονίκη ήταν ιδιαίτερα αποθαρρυντικός. Οι Αθηναίοι επέμειναν και ζήτησαν δεύτερο χρησμό, ελπίζοντας σε μια πιο αισιόδοξη απάντηση που τελικά έλαβαν και που μεταξύ άλλων ανέφερε: "ο Ζευς θα δώσει ένα ξύλινο τείχος που θα μείνει απόρθητο, αυτό το τείχος θα σώσει εσένα και τα παιδιά σου". Όταν ο χρησμός ανακοινώθηκε στους κατοίκους, προκλήθηκε μεγάλη συζήτηση για το εάν η ορθή ερμηνεία θα έπρεπε να είναι κυριολεκτική ή μεταφορική. Ο Θεμιστοκλής υποστήριζε ότι τα σωτήρια ξύλινα τείχη θα ήταν ο στόλος τους. Προκειμένου να ενισχύσει τα επιχειρήματά του, παρουσίασε, με τη σύμφωνη γνώμη των ιερέων της πόλης, στον αθηναϊκό λαό αδιάψευστα, όπως ισχυριζόταν, θεϊκά σημεία. Βεβαίωνε ότι ο όφις της θεάς Αθηνάς, ο προστάτης της πόλης, είχε αφήσει ανέγγιχτες τις προσφορές στο ναό και είχε εγκαταλείψει την πόλη, δείχνοντας στους Αθηναίους το δρόμο προς τη θάλασσα. Οι Αθηναίοι πείστηκαν και κατέφυγαν στην Τροιζήνα, στην Αίγινα και στη Σαλαμίνα, όπου οι κάτοικοι δέχθηκαν με καλοσύνη τους πρόσφυγες.

Όλοι οι άνδρες που μπορούσαν να πολεμήσουν μπήκαν στα πολεμικά τους πλοία. Στην Αθήνα έμειναν μόνο 500 γέροι και άρρωστοι. Οι Πέρσες, μπαίνοντας στην Αθήνα, εκδικήθηκαν για την πυρπόληση των Σάρδεων παραδίδοντας στις φλόγες τα ιερά της Ακρόπολης.

Στη Σαλαμίνα, ο Ευρυβιάδης και οι Πελοποννήσιοι σύμμαχοί του σκέπτονταν να εγκαταλείψουν τα στενά και να πάνε με το στόλο τους στον Ισθμό της Κορίνθου, όπου θα αντιμετώπιζαν τον περσικό στόλο[29]. Ο Θεμιστοκλής όμως υποστήριζε ότι ο στόλος έπρεπε να μείνει στη Σαλαμίνα και να ναυμαχήσει στα στενά της[30], μπροστά στα σημερινά Αμπελάκια. Όταν στο συμβούλιο ο Θεμιστοκλής μέσα στην ορμή του μίλησε πριν από τον Ευρυβιάδη, ο στρατηγός Αδείμαντος από την Κόρινθο τού είπε ότι αυτούς που στους αγώνες ξεκινούν πριν δοθεί το σύνθημα, τους ραπίζουν. Ο Θεμιστοκλής του αποκρίθηκε αμέσως ότι και αυτοί που ξεκινούν πολύ μετά το σύνθημα δεν παίρνουν βραβείο. Τότε ο Ευρυβιάδης θύμωσε και σήκωσε το ραβδί του να χτυπήσει τον Θεμιστοκλή. Ο Θεμιστοκλής, όμως, σαν ψύχραιμος που ήταν, αντί να οργιστεί, είπε τη φράση: "Πάταξον μεν, άκουσον δε". Ο θυμός του Ευρυβιάδη τού πέρασε αμέσως και διατηρήθηκε έτσι η ηρεμία που ήταν απαραίτητη.

Όταν όμως ο Αδείμαντος αποκάλεσε τον Θεμιστοκλή άπατρι, επειδή η πατρίδα του δεν ήταν ελεύθερη καθώς ο Ξέρξης είχε κυριεύσει την Αθήνα, ο Θεμιστοκλής αγανακτισμένος τού είπε ότι οι Αθηναίοι έχουν πατρίδα τους τις 200 τριήρεις τους και ότι θα μεταναστεύσουν στο Σίρι της Κάτω Ιταλίας όπου θα ιδρύσουν νέα πόλη[31]. Στη σκέψη ότι οι Αθηναίοι μπορεί να αποχωρούσαν με το στόλο τους, ο Ευρυβιάδης αναγκάστηκε να υποχωρήσει. Όμως οι άλλοι στρατηγοί, βλέποντας την Αθήνα να καίγεται και τον εχθρικό στόλο να βρίσκεται στο Φάληρο, ετοιμάζονταν να μπουν στα πλοία και να πλεύσουν στον Ισθμό.

Τότε ο Θεμιστοκλής μηχανεύτηκε ένα σχέδιο. Έστειλε κρυφά στο εχθρικό στρατόπεδο τον παιδαγωγό των παιδιών του (ή δούλο κατά άλλη εκδοχή), Σίκινο, ο οποίος ήξερε την περσική γλώσσα γιατί ήταν από τους Έλληνες της Ασίας, ν' αναγγείλει στους Πέρσες στρατηγούς ότι οι Έλληνες που ήταν στη Σαλαμίνα σκοπεύουν να φύγουν κρυφά κατά τη διάρκεια της νύχτας και ότι ο περσικός στόλος έπρεπε αμέσως να τους περικυκλώσει και να τους επιτεθεί για να τους καταστρέψει όλους μαζί. Οι Πέρσες πεπεισμένοι ότι ο Θεμιστοκλής υποστήριζε τα περσικά συμφέροντα, έπεσαν στην παγίδα και ξεκίνησαν για το στενό της Σαλαμίνας[33].

Ο περσικός στόλος, που είχε 1.207 πλοία, μπήκε στο στενό της Σαλαμίνας με προπορευόμενα τα Φοινικικά πλοία. Ο ελληνικός στόλος παρατάχθηκε απέναντί τους με 366 πλοία, από τα οποία αντηχούσε ο παιάνας: "Ίτε παίδες Ελλήνων ίτε, ελευθερούτε πατρίδ', ελευθερούτε δε παίδας, γυναίκας, θεών τε πατρώων έδη, θήκας τε προγόνων, νυν υπέρ πάντων αγών".

Ο Ευρυβιάδης έδωσε με τη σάλπιγγα το σήμα για την επίθεση. Ο Θεμιστοκλής κατόρθωσε να χωρίσει στα δύο το δεξιό και ισχυρότερο μέρος από την παράταξη των Φοινίκων. Επακολούθησε η καταδίωξη και η καταστροφή του περσικού στόλου, που την παρακολουθούσε εξαγριωμένος και αγανακτώντας ο Ξέρξης, καθισμένος σ' ένα θρόνο στο όρος Αιγάλεω. Ο περσικός στόλος έπαθε πανωλεθρία. Οι Έλληνες έμειναν κύριοι του πεδίου της μάχης και έχασαν μόνο 40 τριήρεις ενώ καταστράφηκαν 200 περσικές τριήρεις. Προς το τέλος της σύγκρουσης, μάλιστα, ο Αριστείδης με Αθηναίους οπλίτες αποβιβάστηκε στη νήσο Ψυττάλεια, στα ανατολικά του όρμου, και εξόντωσε την επίλεκτη περσική φρουρά που ήταν εκεί εγκατεστημένη. Το αποτέλεσμα της ναυμαχίας, καθώς και μία επανάσταση που ξέσπασε εκείνη την περίοδο στη Βαβυλωνία, ανάγκασαν τον Ξέρξη να επιστρέψει στην Ασία. Πολλοί επιφανείς Πέρσες έχασαν τη ζωή τους, μεταξύ των οποίων και ο στρατηγός Αριαβίγνης, αδελφός του Ξέρξη. Οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, έμειναν για έναν μόλις ακόμη χρόνο στην Ελλάδα[34]. Έφυγαν οριστικά μετά τη βαριά ήττα τους, το 479 π.Χ., στις Πλαταιές και στη Μυκάλη.

Οι Έλληνες, όπως ήταν το θρησκευτικό τους καθήκον, πρόσφεραν στους θεούς τους λάφυρα περσικά και τίμησαν αυτούς που είχαν αγωνισθεί. Έδωσαν βραβείο ανδρείας στους Αιγινήτες και στους Αθηναίους, όταν όμως έγινε ψηφοφορία για το ποιος θα έπαιρνε το βραβείο για τη σύνεσή του, κάθε στρατηγός έβαλε πρώτα το δικό του όνομα, κι έπειτα του Θεμιστοκλή, δείχνονταν μ' αυτόν τον τρόπο τη φιλαυτία τους. Ο Θεμιστοκλής όμως αναγνωρίστηκε και δοξάστηκε απ' όλους ως ο σοφότερος Έλληνας. Ακόμα και οι Σπαρτιάτες τού έδωσαν στεφάνι από ελιά, σαν βραβείο για την ωριμότητά του και την επιδεξιότητά του.

Μετά την περσική εισβολή 

Χάρτης της Δηλιακής Συμμαχίας πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου το 431 π.Χ.

Οι Αθηναίοι, μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, αποφάσισαν ότι θα ένιωθαν πιο ασφαλείς εάν τείχιζαν την πόλη τους  Όταν έγινε γνωστό το σχέδιό τους, η αντίδραση των Σπαρτιατών ήταν άμεση: έστειλαν πρεσβεία στην Αθήνα και ζήτησαν να μην ξεκινήσει η οικοδόμηση καθώς και τη συνεργασία των Αθηναίων να γκρεμίσουν από κοινού τα τείχη άλλων πόλεων έξω από την Πελοπόννησο, ώστε, εξηγούσαν, αν ξαναέρχονταν οι εχθροί, να μην έβρισκαν οχυρωμένες πόλεις που να χρησιμοποιήσουν ως ορμητήρια[37]. Ο Θεμιστοκλής επωμίσθηκε, για μια ακόμη φορά, το βάρος για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Με δόλο παρέκαμψε τις σπαρτιατικές αντιδράσεις, μετέφερε στη Σπάρτη και παρέτεινε τις διαπραγματεύσεις ώσπου οι Αθηναίοι με εντατική εργασία ολοκλήρωσαν τα Μακρά Τείχη, όπως είναι γνωστά, και οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν μπροστά σε ένα τετελεσμένο[38]. Στους όρους που επέβαλαν αργότερα οι Σπαρτιάτες, μετά τη νίκη τους στον Πελοποννησιακό πόλεμο, ήταν η κατεδάφιση των τειχών. Τμήματα των τειχών σώζονται μέχρι σήμερα και αποκαλύπτουν τη βιαστική οικοδόμηση. Τον επόμενο χρόνο, το 477 π.Χ., πάλι με τη συμβουλή του Θεμιστοκλή, άρχισε η οχύρωση και η ανάδειξη του Πειραιά, που αντικατέστησε το λιμάνι του Φαλήρου, αυτή τη φορά με προσοχή και χωρίς βιασύνη.

Η πολιτική που ακολούθησε ο Θεμιστοκλής εξασφάλισε στην Αθήνα ναυτική υπεροχή και οδήγησε στην ίδρυση της Συμμαχίας της Δήλου. Η Συμμαχία είχε σκοπό την απελευθέρωση των ιωνικών πόλεων από τον περσικό ζυγό και υποχρέωνε τους σύμμαχους που δεν συμμετείχαν με στρατό ή στόλο στον κοινό αγώνα εναντίον των Περσών να καταβάλλουν χρήματα.. Μάλιστα η πρώτη εισφορά καθορίστηκε από τον Αριστείδη που ακολούθησε στο ζήτημα αυτό την πολιτική γραμμή του Θεμιστοκλή. Η Συμμαχία της Δήλου επέτρεψε την απόλυτη κυριαρχία της Αθήνας στο Αιγαίο[.

Πτώση και εξορία 

Όστρακο που αναγράφει "Θεμιστοκλής Νεοκλέους"

Στην Αθήνα σύντομα επικράτησε η φιλοσπαρτιατική αριστοκρατική μερίδα και ο Θεμιστοκλής παραμερίστηκε. Παρά τη σύνεσή του ο Θεμιστοκλής έχασε την εμπιστοσύνη των Αθηναίων, που τον κατηγόρησαν ότι έκανε σφάλματα και παρεκτροπές. Το 471 π.Χ. ο Θεμιστοκλής εξοστρακίστηκε επειδή κάποιοι τον φθονούσαν και άλλοι επειδή φοβόντουσαν ότι με την υπεροχή του θα κινδύνευε η δημοκρατία.

Ενόσω ο Θεμιστοκλής ζούσε εξόριστος στο Άργος, οι Σπαρτιάτες, είτε από φθόνο γιατί είχε δοξαστεί στη Σαλαμίνα, είτε από εκδίκηση γιατί τους ξεγέλασε και έχτισε παρά τη θέλησή τους τείχη στην Αθήνα, είτε για να μετριάσουν τη ντροπή που έφερε στη Σπάρτη η προδοσία του στρατηγού τους Παυσανία, για τον οποίο έλεγαν ότι είχε συμμαχήσει με τους Πέρσες, είτε από ειλικρίνεια για το καλό των Ελλήνων, κατηγόρησαν τον Θεμιστοκλή ότι ήταν συνεννοημένος με τον Παυσανία[41][42]. Ο Θεμιστοκλής όμως, είτε γιατί η κατηγορία ήταν αληθινή, είτε γιατί πίστευε ότι η δίκη ήταν στημένη, έφυγε κρυφά από το Άργος. Πήγε στην Κέρκυρα, από εκεί κατέφυγε στον Άδμητο, τον βασιλιά των Μολοσσών[43][44], και από κει πέρασε τη Μακεδονία ώσπου κατέληξε στην Αυλή του βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο το 465 π.Χ., μετά τη δολοφονία του Ξέρξη

Το τέλος του 

Λέγεται ότι ο Θουκυδίδης είχε πει αγανακτισμένος ότι οι Αθηναίοι συνηθίζουν να βαριούνται να τους ευεργετεί για πολύ καιρό ο ίδιος άνθρωπος. Πάντως, ο Αρταξέρξης χάρηκε πολύ όταν βρέθηκε στα χέρια του ο μεγάλος ήρωας της Σαλαμίνας και τον δέχθηκε με περισσή ευγένεια λέγοντας: "Μακάρι οι Έλληνες να διώχνουν πάντα έτσι τους καλύτερους ανθρώπους τους".

Ο βασιλιάς έκανε μεγάλες τιμές στον Θεμιστοκλή και του παραχώρησε τα εισοδήματα τριών πόλεων της Μικράς Ασίας, της Λαμψάκου, της Μυούντας και της Μαγνησίας, όπου ο Θεμιστοκλής τελικά εγκαταστάθηκε 

Η παράδοση αναφέρει ότι όταν επαναστάτησε η Αίγυπτος, ο Αρταξέρξης ζήτησε από τον Θεμιστοκλή τη συνδρομή του στην καταστολή της επανάστασης, αλλά ο Θεμιστοκλής αρνήθηκε να στραφεί ενάντια στα ελληνικά συμφέροντα και από την άλλη δεν ήθελε να δείξει αχαριστία στο βασιλιά της Περσίας. Έτσι προτίμησε να πιει αίμα ταύρου ή κάποιο άλλο δηλητήριο και να θέσει τέρμα στη ζωή του[ ] (σύμφωνα όμως με τον Θουκυδίδη, ο Θεμιστοκλής πέθανε ύστερα από ασθένεια). Όταν ο Αρταξέρξης έμαθε το θάνατό του, θαύμασε τη φιλοπατρία του. Προς τιμήν του Θεμιστοκλή, στήθηκε λαμπρό μνήμα έξω από τα τείχη της Μαγνησίας και ανδριάντας του στην αγορά. Η σορός του μεταφέρθηκε κρυφά στον Πειραιά, όπου οι Αθηναίοι έκαναν έναν τάφο από ευγνωμοσύνη για τις μεγάλες υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα.

Ο Θεμιστοκλής αναμφίβολα υπήρξε ένας διορατικός πολιτικός και ένας μεγαλοφυής ηγέτης που ενδυνάμωσε το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, κατέστησε την Αθήνα πρώτη ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο και απάλλαξε την Ελλάδα από την περσική απειλή, παρότι συναντούσε συνεχώς αντιδράσεις στην εφαρμογή των σχεδίων του. Κατά τον Πλούταρχο, ο Θεμιστοκλής υπήρξε ο κύριος συντελεστής της σωτηρίας της Ελλάδας. Ο προσωπικός του θρίαμβος, η ναυμαχία της Σαλαμίνας, αποτελεί καμπή στους περσικούς πολέμους και μία από τις σπουδαιότερες ναυτικές συγκρούσεις στην ιστορία.

                              Μάχη των Πλαταιών

 

Η μάχη των Πλαταιών (αρχαία ελληνικά: Μάχη τῶν Πλαταιῶν) διεξήχθη τον Αύγουστο του 479 π.Χ, μεταξύ των Ελλήνων και των Περσών, κατά τη διάρκεια της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα.

Το 480 π.Χ, οι Πέρσες νίκησαν στις Θερμοπύλες και συνακόλουθα οι Έλληνες αποχώρησαν από το Αρτεμίσιο, για να απαντήσουν με τη νίκη στη Σαλαμίνα. Ο Ξέρξης υποχώρησε, τότε, στην Ασία, αφήνοντας 300.000 άνδρες με τον Μαρδόνιο ως αρχηγό. Το 479 π.Χ, οι Έλληνες με αρχηγό τον Παυσανία τον Σπαρτιάτη και τον Δηλιο συγκέντρωσαν μεγάλο στρατό και συγκρούστηκαν με τους Πέρσες στις Πλαταιές. Αν και ήταν αριθμητικά λιγότεροι, οι Έλληνες επιτέθηκαν και κατέστρεψαν τον περσικό στρατό. Ο Μαρδόνιος έπεσε στη μάχη.

Η νίκη στις Πλαταιές συνοδεύτηκε από τη μεγάλη νίκη του ελληνικού στόλου κατά του περσικού στη Μυκάλη. Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη είναι σημαντικότατες, γιατί εξάλειψαν την περσική απειλή και γιατί μετά απ' αυτές, οι Έλληνες πέρασαν στην αντεπίθεση, μέχρι να λήξουν οι συγκρούσεις το 450 π.Χ.

ύρια πηγή για τους Περσικούς πολέμους αποτελεί ο Έλληνας ιστορικός Ηρόδοτος. Ο Ηρόδοτος, γνωστός ως «Πατέρας της Ιστορίας»,[1] γεννήθηκε το 484 π.Χ. στην Αλικαρνασσό της Μικράς Ασίας, η οποία εκείνη την περίοδο βρισκόταν υπό περσική κατοχή. Έγραψε το έργο «Ιστορίαι» γύρω στα 440-430 π.Χ, προσπαθώντας να ανακαλύψει τις πραγματικές αιτίες των Περσικών πολέμων[2], οι οποίοι ολοκληρώθηκαν το 450 π.Χ.[3] Η μέθοδος του Ηρόδοτου αποτελούσε καινοτομία και σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, ο Ηρόδοτος έχει εφεύρει την ιστορία που ξέρουμε.[3] Κατά τον Παπαρρηγόπουλο: «Ο Ηρόδοτος είναι ο δημιουργός της αληθούς ιστορικής τέχνης...πρώτος εννόησεν ότι η ιστορία δεν είναι απλούς πραγμάτων κατάλογος, αλλά και η τεχνική των πραγμάτων τούτων συναρμολόγηση και η εξήγησις του χαρακτήρος αυτών».[4] Κατά τον Τομ Χόλλαντ: «Για πρώτη φορά, ένας ιστορικός αποφάσισε να αποκαλύψει τα αίτια ενός πολέμου, ο οποίος έληξε πρόσφατα, χωρίς να καταγράφει μύθους, αλλά αιτίες, τις οποίες θα μπορούσαμε να ελέγξουμε προσωπικά» 

Ο Θουκυδίδης είχε αμφισβητήσει το έργο του Ηροδότου, καθώς η προσωπική άποψη του τελευταίου εμφανιζόταν συχνά στο έργο του.[5][6] Παρ' όλ' αυτά, ο Θουκυδίδης αποφάσισε να ξεκινήσει το έργο του εκεί όπου ο Ηρόδοτος σταμάτησε (στην πολιορκία της Σηστού) αλλά σταμάτησε την προσπάθεια, επειδή πίστευε ότι το έργο του Ηροδότου δεν χρειαζόταν εκ νέου συγγραφή ή διορθώσεις, γιατί ήταν ακριβές.  Η αξιοπιστία του Ηροδότου έχει αμφισβητηθεί και από άλλους ιστορικούς. Ο Παυσανίας, στα Φωκικά, αναφέρεται στην περιγραφή του Ηροδότου για τη μάχη των Θερμοπυλών, όπου ο δεύτερος καταγράφει ότι οι Θηβαίοι παραδόθηκαν, όπως και 80 Μυκηναίοι . Ο Πλούταρχος, στο έργο Περί της Ηροδότου κακοήθειας (αν όντως το έγραψε αυτός), κατηγορεί τον Ηρόδοτο επειδή ο τελευταίος ζήτησε χρήματα από τους Θηβαίους, και επειδή δεν τα έλαβε, έγραψε ότι οι Θηβαίοι δείλιασαν και παραδόθηκαν  Οπωσδήποτε οι κατηγορίες που εκτοξεύει το σύγγραμμα αυτό κατά του Ηρόδοτου κάθε άλλο παρά σοβαρές είναι.  Την περίοδο της Αναγέννησης, παρά το γεγονός ότι οι άνθρωποι συνέχιζαν να διαβάζουν το έργο του Ηροδότου, ο ιστορικός είχε κακή φήμη.  Παρ' όλ' αυτά, τα αρχαιολογικά ευρήματα επιβεβαίωσαν τα γραφόμενα του Ηροδότου και αποκατέστησαν τη φήμη και την αξιοπιστία του, ειδικά ως προς τα γεγονότα που εξέτασε αυτοπροσώπως. Οι σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν το έργο του αξιόπιστο, αλλά έχουν αμφιβολίες για τους αριθμούς των στρατών και των νεκρών και για τις ημερομηνίες των μαχών. 

Ο ιστορικός Διόδωρος Σικελιώτης έγραψε τον 1ο αιώνα π.Χ. τη Βιβλιοθήκη Ιστορική. Θεωρείται ότι ο Ηρόδοτος και ο Έφορος ο Κυμαίος αποτελούν τις πηγές του Διόδωρου.[14] Η μάχη περιγράφεται με λιγότερες λεπτομέρειες από σειρά αρχαίων ιστορικών, όπως ο Πλούταρχος και ο Κτησίας. Αρχαιολογικά ευρήματα, όπως η δελφική Στήλη των Όφεων, υποστηρίζουν τα αναφερόμενα από τον Ηροδότο. 

Η Αθήνα και η Ερέτρια υποστήριξαν τους Ίωνες στον αγώνα τους κατά των Περσών (499-494 π.Χ).[16] Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Δαρείος ήταν σφετεριστής, και πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στους πολέμους εναντίον των εξεγερμένων υποτελών του.[17] Η εξέγερση αυτή απείλησε τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας του Δαρείου, γι' αυτό και ορκίστηκε να εκδικηθεί όσες πόλεις συμμετείχαν[18][19] - έβλεπε επίσης την ευκαιρία να επεκταθεί στη Δύση.[19] Το 492 π.Χ, οι Πέρσες, με αρχηγό τον Μαρδόνιο, ανακατέλαβαν τη Θράκη και ανάγκασαν τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους.[20] Τότε, το 490 π.Χ, ο Δαρείος ξεκίνησε νέα εκστρατεία, με αρχηγούς τον Δάτη και τον Αρταφέρνη, οι οποίοι κατάφεραν να καταλάβουν τη Νάξο, τις Κυκλάδες και την Ερέτρια.[21] Αλλά, η επέκτασή τους σταμάτησε και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στην Ασία χάρη στη νίκη των Αθηναίων και των Πλαταιέων στον Μαραθώνα.[22]

Ένας χάρτης, ο οποίος δείχνει τον ελληνικό κόσμο κατά τη διάρκεια της μάχης

Ο Δαρείος άρχισε να συγκεντρώνει μεγάλο στρατό για να επιτεθεί ξανά στην Ελλάδα, αλλά τα σχέδια του αναβλήθηκαν λόγω της εξέγερσης στην Αίγυπτο. Ένα χρόνο μετά ο Δαρείος πέθανε και στον θρόνο ανέβηκε ο γιος του Ξέρξης Α'. Ο Ξέρξης ανακατέλαβε την Αίγυπτο  και άρχισε ξανά τις προετοιμασίες για εισβολή στην Ελλάδα. Το 481 π.Χ, ο Ξέρξης έστειλε πρεσβευτές σε όλες τις ελληνικές πόλεις-κράτη, με εξαίρεση την Αθήνα και τη Σπάρτη, ζητώντας γη και ύδωρ.  Η Σπάρτη και Αθήνα έλαβαν την υποστήριξη μερικών ελληνικών πόλεων, και το ίδιο έτος, στην Κόρινθο, συγκλήθηκε συνέδριο, όπου και δημιουργήθηκε η ελληνική συμμαχία. Το κάθε μέλος της συμμαχίας είχε την δυνατότητα να στέλνει αγγελιαφόρους στις υπόλοιπες πόλεις-μέλη, ζητώντας στρατό για αμυντικούς σκοπούς. Σύμφωνα με τους σύγχρονους ιστορικούς, αυτό αποτελεί αξιοσημείωτο, καθώς οι εμφύλιες συρράξεις μεταξύ των Ελλήνων, εκείνη την περίοδο, συνεχίζονταν. 

Οι Έλληνες, με κύρια τακτική τους το κλείσιμο στενών χώρων, αντιμετώπισαν τους Πέρσες στις Θερμοπύλες και στο Αρτεμίσιο. Στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατάφεραν να περικυκλώσουν τους Έλληνες και να σφάξουν όσους απέμειναν στο πεδίο της μάχης. Όσον αφορά το Αρτεμίσιο, οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών οδήγησαν σε αδιέξοδο[29] και όταν οι Έλληνες έμαθαν το αποτέλεσμα των Θερμοπυλών, αποφάσισαν να υποχωρήσουν.  Μετά τη νίκη τους στις Θερμοπύλες, οι Πέρσες κατέστρεψαν τη Βοιωτία, τις Πλαταιές και τις Θεσπιές, ενώ αργότερα κινήθηκαν για να καταλάβουν την άδεια Αθήνα. Στη Σαλαμίνα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Ευρυβιάδης και οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι επέμεναν να προστατεύσουν τον Ισθμό της Κορίνθου, καταστρέφοντας τον μοναδικό δρόμο που οδηγούσε εκεί και χτίζοντας τείχος γύρω από αυτό[32] Ο Θεμιστοκλής, όμως, έπεισε τους Έλληνες να μείνουν στη Σαλαμίνα, όπου πέτυχαν αποφασιστική νίκη.

Οι κινήσεις των Περσών και των Ελλήνων από το 480 π.Χ μέχρι το 479 π.Χ

Ο Ξέρξης, φοβούμενος ότι οι Έλληνες μετά τη νίκη τους στη Σαλαμίνα θα κατέστρεφαν τη γέφυρα του Ελλησπόντου, αποφάσισε να υποχωρήσει με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του Ο Μαρδόνιος έμεινε με τους στρατιώτες που διάλεξε[34]. Πέρασε τον χειμώνα στη Βοιωτία και στη Θεσσαλία, ενώ οι Αθηναίοι επέστρεψαν στην πόλη τους. Παρ' ολ' αυτά, οι σχέσεις μεταξύ των Ελλήνων χάλασαν, καθώς οι Πελοποννήσιοι αρνήθηκαν να στείλουν στρατό στα βόρεια για να βοηθήσουν τους Αθηναίους - οι Αθηναίοι απέσυραν τον στόλο τους και την ηγεσία του ελληνικού στόλου ανέλαβε ο Λεωτυχίδας 

Ο Μαρδόνιος, με τη βοήθεια του Αλέξανδρου Α', προσπάθησε να πείσει τους Αθηναίους να δεχτούν ειρήνη, αλλά οι τελευταίοι, αφού εξασφάλισαν την βοήθεια των Σπαρτιατών, αρνήθηκαν - κατά τον Ηρόδοτο, απάντησαν τα εξής: καὶ αὐτοὶ τοῦτό γε ἐπιστάμεθα ὅτι πολλαπλησίη ἐστὶ τῷ Μήδῳ δύναμις ἤ περ ἡμῖν, ὥστε οὐδὲν δέει τοῦτό γε ὀνειδίζειν. ἀλλ᾽ ὅμως ἐλευθερίης γλιχόμενοι ἀμυνεύμεθα οὕτω ὅκως ἂν καὶ δυνώμεθα (μετ. αν και ξέρουμε ότι οι Μήδοι είναι περισσότεροι από εμάς, εμείς όμως θα αμυνθούμε καθώς αγαπούμε την ελευθερία μας)  Οι Αθηναίοι εκκένωσαν την πόλη τους, την οποία κατέλαβε ο Μαρδόνιος, ο οποίος επανάλαβε την προσφορά του στη Σαλαμίνα. Οι Αθηναίοι ζήτησαν την άμεση βοήθεια της Σπάρτης , αλλά η τελευταία γιόρταζε τα Υακίνθια και άργησε να δώσει απάντηση. Ωστόσο, ο Τεγεάτης Χίλεος έπεισε τους Σπαρτιάτες να στείλουν στρατό, αφού τόνισε τα 

Οι κινήσεις των αντιπάλων στη μάχη των Πλαταιών

Ο Μαρδόνιος κατέστρεψε την Αθήνα όταν έμαθε για τη βοήθεια της Σπάρτης. και ύστερα υποχώρησε στη Θήβα και στρατοπέδευσε στη βόρεια ακτή του Ασωπού ποταμού.  Οι Αθηναίοι έστειλαν 8 χιλιάδες οπλίτες συν 600 εξόριστους από τις Πλαταιές - οι Έλληνες στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Πέρσες. Ο Μαρδόνιος επιτέθηκε με το ιππικό, το οποίο αν και είχε αρχικά επιτυχία, αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω του θανάτου του Μασίστιου.[ Μετά τη νίκη τους, οι Έλληνες έφθασαν κοντά στο στρατόπεδο των Περσών,  ενώ ο Μαρδόνιος παρέταξε τους άνδρες του στον Ασωπό. Ωστόσο, οι δύο πλευρές αποφάσισαν να μην επιτεθούν η μια στην άλλη καθώς, κατά τον Ηρόδοτο, είχαν λάβει κακούς οιωνούς. 

Μετά από οκτώ μέρες, ο ελληνικός στρατός άρχισε να λαμβάνει ενισχύσεις.  Ο Μαρδόνιος, τότε, επιτέθηκε στο βουνό του Κιθαιρώνα και αργότερα στην πηγή της Γαργαφίας. Επειδή αυτές οι δύο επιθέσεις άφησαν τους Έλληνες χωρίς νερό και εφόδια,[46] οι Έλληνες υποχώρησαν τη νύχτα στις Πλαταιές, με σκοπό να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους σε νερό.[47] Παρ' ολ' αυτά, η υποχώρηση πήγε στραβά, καθώς το κέντρο των Ελλήνων ήταν διάσπαρτο στις Πλαταιές, ενώ οι Αθηναίοι, οι Τεγεάτες και οι Σπαρτιάτες δεν είχαν ακόμα υποχωρήσει - λίγοι Σπαρτιάτες έμειναν στο στρατόπεδο, ενώ οι υπόλοιποι Έλληνες υποχωρούσαν.[45]

Κατά τον Ηρόδοτο, οι Έλληνες είχαν 38.700 βαριά οπλισμένους πολεμιστές (οπλίτες) και 69.500 άνδρες με ελαφρύτερο οπλισμό. Από τους τελευταίους οι μισοί ήταν είλωτες (επτά για κάθε Σπαρτιάτη) και οι άλλοι προέρχονταν από την υπόλοιπη Ελλάδα.[49] Επίσης αναφέρει ότι στη μάχη συμμετείχαν και 1.800 Θεσπιείς, οπότε οι Έλληνες ανέρχονταν στους 110.000 άνδρες.[50] Την ηγεσία του στρατού ανέλαβε ο Παυσανίας, αν και ο Διόδωρος μας πληροφορεί ότι την ηγεσία των Αθηναίων είχε ο Αριστείδης - ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι ο Παυσανίας δεν μπορούσε να δίνει διαταγές σε όλα τα ελληνικά σώματα[43][47], κάτι που επηρέασε πολύ τη μάχη. 

Πέρσες

Ο Ηρόδοτος δηλώνει ότι οι Πέρσες είχαν στη διάθεση τους 300.000 άνδρες πεζικό συν 50.000 Έλληνες.[53] Απ' την άλλη, ο Κτησίας, βάσει των περσικών αρχείων, γράφει ότι οι Πέρσες είχαν 120.000 άνδρες συν 7.000 Έλληνες.[54] Οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί διαφωνούν με τον αριθμό του Ηρόδοτου, με τους περισσότερους να θεωρούν ότι οι Πέρσες είχαν περίπου 80.000 άνδρες. 

Στρατηγικές και τακτικές

Η μάχη των Πλαταιών θυμίζει τη στρατηγική των δύο πλευρών στον Μαραθώνα, όπου οι Έλληνες δεν θέλησαν να επιτεθούν για να μην καταστραφούν απ' το περσικό ιππικό, ενώ οι Πέρσες δεν μπορούσαν να επιτεθούν στις καλά οργανωμένες αμυντικές θέσεις των Ελλήνων. ] Κατά τον Ηρόδοτο, οι δύο πλευρές ήθελαν νίκη, η οποία θα τους έδινε την υπεροχή στον πόλεμο. Οι Έλληνες, μετά την επίθεση του Μαρδόνιου, αναθεώρησαν την τακτική τους, κάτι που έκανε τον Πέρση στρατηγό να πιστέψει ότι η νίκη ήταν δική του, γι' αυτό και καταδίωξε τους Έλληνες.  Οι Έλληνες είχαν αναγκάσει, σκόπιμα ή κατά λάθος, τον Μαρδόνιο να επιτεθεί σε υπερυψωμένο χώρο, όπου οι Πέρσες θα βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση. 

Μάχη

Τα κύρια γεγονότα της μάχης

Ο Μαρδόνιος αποφάσισε να επιτεθεί όταν έμαθε για την υποχώρηση των Ελλήνων.Καθώς οι Σπαρτιάτες αντιμετώπιζαν προβλήματα, λόγω της επίθεσης του περσικού ιππικού, ο Παυσανίας έστειλε ιππέα για να ζητήσει τη βοήθεια των Αθηναίων.[52] Οι Πέρσες άρχισαν να ρίχνουν βέλη κατά των Ελλήνων, αλλά ο Παυσανίας αρνήθηκε να επιτεθεί, λέγοντας ότι δεν είχε λάβει καλούς οιωνούς. Παρ' ολ' αυτά, οι Τεγεάτες επιτέθηκαν, κάτι που έκανε αργότερα και ο Παυσανίας, αφού έλαβε τελικά καλούς οιωνούς. 

Οι Πέρσες έκαναν φράγμα με τις ασπίδες τους - για να αμυνθούν χρησιμοποιούσαν μεγάλη ασπίδα και κοντή λόγχη, ενώ οι Έλληνες φορούσαν πανοπλία απ' ορείχαλκο, έχοντας μπρούτζινη ασπίδα και μακρύ δόρυ, όπως και στον Μαραθώνα.  Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά οι Έλληνες συνέχιζαν να σπάνε τις περσικές γραμμές. Οι Πέρσες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να σπάσουν τα δόρατα των Ελλήνων, μόνο που οι τελευταίοι μπορούσαν να πολεμήσουν και με τα ξίφη τους. Ο Μαρδόνιος βρισκόταν στο πεδίο της μάχης, περικυκλωμένος από τους χίλιους σωματοφύλακες του, αλλά ο Αείμνηστος από τη Σπάρτη τον πέτυχε στο κεφάλι (ίσως με πέτρα) και τον σκότωσε.[69] Τότε οι Πέρσες άρχισαν να υποχωρούν, ενώ η σωματοφυλακή του Μαρδόνιου εκμηδενίστηκε.  Ο Αιγινήτης Λάμπωνας, βλέποντας τον Μαρδόνιο να πέφτει νεκρός και ενθυμούμενος ότι ο Ξέρξης αποκεφάλισε το πτώμα του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα μετά τη μάχη των Θερμοπυλών, είπε στον Παυσανία: "Ιδού η ευκαιρία να εκδικηθείς για τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα." Εννοώντας να αποκεφαλίσει το πτώμα του Μαρδόνιου. Ο Παυσανίας απάντησε: "Λάμπωνα αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες." Αρκετοί Πέρσες σώθηκαν (περίπου 40.000 άνδρες), καθώς βρίσκονταν υπό τη διοίκηση του Αρτάβαζου, ο οποίος αρνήθηκε να επιτεθεί στους Έλληνες[62] - όταν ξεκίνησε η πανωλεθρία των Περσών οδήγησε τον στρατό του στη Θεσσαλία. 

Στην άλλη πλευρά του πεδίου της μάχης, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Θηβαίους, οι οποίοι κατά τον Ηρόδοτο ήταν οι μόνοι από τους Έλληνες συμμάχους των Περσών που πολέμησαν με πείσμα. Οι Θηβαίοι, για να μην υποστούν περισσότερες απώλειες, πήραν διαφορετικό δρόμο απ' ότι οι Πέρσες.[64] Οι Έλληνες επιτέθηκαν στο στρατόπεδο των Περσών και τους έσφαξαν.  Κατά τον Ηρόδοτο, 43.000 Πέρσες κατάφεραν να επιζήσουν (οι 40.000 του Αρτάβαζου συν 3.000 που γλίτωσαν απ' τη σφαγή), ενώ στη μάχη σκοτώθηκαν 257.000 άνδρες, 159 από τους οποίους ήταν Έλληνες (Σπαρτιάτες, Τεγεάτες και Αθηναίοι). Ο Πλούταρχος γράφει ότι σκοτώθηκαν 1.360 Έλληνες,  με τον Έφορο και τον Διόδωρο να δηλώνουν ότι στη μάχη σκοτώθηκαν δέκα χιλιάδες Έλληνες. 

Ήρωες της μάχης

Αμομφάρετος - Αρχηγός του σώματος των Σπαρτιατών που έμεινε στις Πλαταιές για να φρουρεί την περιοχή επειδή θεώρησε ντροπιαστικό για ένα Σπαρτιάτη να υποχωρεί.  Ο Ηρόδοτος κατέγραψε τον διάλογο μεταξύ του Παυσανία και του Αμομφάρετου  - ο τελευταίος υποχώρησε όταν συνειδητοποίησε ότι οι υπόλοιποι Σπαρτιάτες τον άφησαν πίσω. 

Αριστόδημος της Σπάρτης - ήταν ο μόνος Σπαρτιάτης που επέζησε μετά τη μάχη των Θερμοπυλών. Ο Λεωνίδας τον έστειλε με τον Εύρυτο πίσω στη Σπάρτη, λόγω προβλημάτων υγείας. Ωστοσο, ο Εύρυτος έμεινε πίσω στις Θερμοπύλες, καθώς ζήτησε να οδηγηθεί από ένα είλωτα στη μάχη. Ο Αριστόδημος θεωρήθηκε δειλός από τους Σπαρτιάτες, αλλά στη μάχη των Πλαταιών σκότωσε πολλούς Πέρσες. Παρ' ολ' αυτά, δεν τιμήθηκε καθώς δεν τήρησε στη σπαρτιατική πειθαρχία στις Θερμοπύλες.[80]

Καλλικράτης - Ο κάλλιστος (καλύτερος ή πιο όμορφος) στο ελληνικό στρατόπεδο. Παρ' ολ' αυτά, όταν ξεκίνησε η μάχη δέχτηκε ένα βέλος και έπεσε - όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος, ο Καλλικράτης δήλωσε ότι δεν ήταν λυπημένος που έπεφτε για την πατρίδα, αλλά επειδή δεν πρόλαβε να πολεμήσει και να κάνει κάτι το αξιόλογο. 

Μετά τη μάχη

Μονομαχία Πέρση και Έλληνα οπλίτη

Παράλληλα με τη μάχη στις Πλαταιές διεξήχθη η μάχη στη Μυκάλη. Ο ελληνικός στόλος, υπό την ηγεσία του Λεωτυχίδα, έφτασε στη Σάμο για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες. Οι Πέρσες υποχώρησαν στην Ιωνία και ενώθηκαν με 60.000 άνδρες πεζικού στη Μυκάλη.[82] Οι Έλληνες επιτέθηκαν και συνέτριψαν τον περσικό στόλο και στρατό. Μετά τις δύο αυτές μάχες, η εισβολή των Περσών στην Ελλάδα έληξε - οι Έλληνες ωστόσο πίστευαν ότι ο Ξέρξης θα ξαναεπιτεθεί, αλλά αργότερα κατάλαβαν ότι οι Πέρσες δεν επιθυμούσαν άλλες συγκρούσεις με τους Έλληνες.

Ο Αρτάβαζος μετέφερε τους άνδρες του στο Βυζάντιο.[83] Οι Έλληνες επιτέθηκαν στον Ελλήσποντο για να καταστρέψουν τις περσικές γέφυρες, αλλά όταν έφτασαν εκεί οι γέφυρες είχαν ήδη λυθεί.[84] Οι Πελοποννήσιοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους, αλλά οι Αθηναίοι επιτέθηκαν στη Θρακική Χερσόνησο. Οι Πέρσες, μαζί με τους συμμάχους τους, υποχώρησαν στη Σηστό, αλλά οι Αθηναίοι την πολιόρκησαν με επιτυχία. Εκεί τελειώνει το έργο του ο Ηρόδοτος. Οι συγκρούσεις Ελλήνων και Περσών συνεχίστηκαν μέχρι την υπογραφή της Ειρήνης του Καλλία.

Σημασία

Οι μάχες στις Πλαταιές και στη Μυκάλη ήταν οι τελευταίες της δεύτερης περσικής εισβολής στην Ελλάδα, αλλά δεν θεωρούνται θρυλικές όπως αυτές στις Θερμοπύλες, στον Μαραθώνα και στη Σαλαμίνα - αυτό οφείλεται στην κατάσταση του ελληνικού στρατού πριν τη μάχη και στις στρατηγικές τους.[3] Οι Πλαταιές και η Μυκάλη έχουν μεγάλη στρατηγική σημασία, καθώς απέδειξαν γι' άλλη μια φορά την υπεροχή του οπλίτη.[85] Οι Πέρσες ξεκίνησαν να προσλαμβάνουν Έλληνες μισθοφόρους, κάτι που περιγράφεται στην «Κύρου Ανάβαση» του Ξενοφώντα. 

                                 Ακρόπολη Αθηνών

 

Η Ακρόπολη Αθηνών είναι βραχώδης λόφος ύψους 156 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας και 70 μ. περίπου από το επίπεδο της πόλεως των Αθηνών. Η κορυφή του έχει σχήμα τραπεζοειδές μήκους 300 μ. και μέγιστου πλάτους 150 μ. Ο λόφος είναι απρόσιτος απ' όλες τις πλευρές εκτός της δυτικής, όπου και βρίσκεται η οχυρή είσοδος, η διακοσμημένη με τα λαμπρά Προπύλαια.

Διαπιστώθηκε ότι ο λόφος ήταν κατοικημένος από την 3η χιλιετία π.Χ.. Εκεί υπήρχε συνοικισμός καθώς επρόκειτο για φυσικό οχυρό, με πρόσβαση μόνο από τη δυτική πλευρά, ενώ η επάνω επιφάνεια του λόφου ήταν αρκετά πλατιά ώστε να μπορεί να κατοικηθεί, στις δε πλαγιές υπήρχαν υδάτινες πηγές. Ο Θουκυδίδης μάλιστα γράφει ότι «ἡ Ἀκρόπολις ἡ νῦν οὖσα πόλις ῆν»  . Το μέγαρο του τοπικού άρχοντα βρισκόταν στη θέση όπου πολλούς αιώνες αργότερα χτίστηκε το Ερέχθειο. Συν τω χρόνω ο άρχοντας του συνοικισμού της Ακρόπολης απέκτησε μεγάλη δύναμη και κάποια στιγμή ένωσε υπό την εξουσία του με ειρηνικό τρόπο ολόκληρη την Αττική με εξαίρεση την Ελευσίνα. Η παράδοση λέει ότι ο άρχοντας που ένωσε τους συνοικισμούς της Αττικής ήταν ο Θησέας. Το γεγονός αυτό τοποθετείται στο δεύτερο ήμισυ της δεύτερης προ Χριστού χιλιετίας. Ο κίνδυνος εχθρικών επιδρομών ανάγκασε τον ηγεμόνα αυτό να οχυρώσει την Ακρόπολη με ένα τείχος από μεγάλες πέτρες, το γνωστό αργότερα ως Κυκλώπειο Τείχος.

Ο θεσμός της κληρονομικής μοναρχίας καταργήθηκε μετά την αποτυχημένη εισβολή των Δωριέων (11ος αιώνας). Η τάξη των γαιοκτημόνων αναλαμβάνει την εξουσία και επικρατεί το αριστοκρατικό πολίτευμα. Η Ακρόπολη παύει να είναι διοικητικό κέντρο. Η διοίκηση ασκείται από την κάτω πόλη, το άστυ. Ο λόφος της Ακρόπολης χρησιμοποιείται πλέον ως χώρος θρησκευτικών τελετών, αν και έως τον 4ο αιώνα αποκαλείται «πόλις». Εκεί όπου αρχικά βρισκόταν το μέγαρο του άρχοντα των μυκηναϊκών χρόνων ανοικοδομήθηκε τον 8ο αιώνα μικρός ναός αφιερωμένα στην προστάτιδα της πόλης, την Αθηνά Πολιάδα. Ο ναός αυτός αναφέρεται από τον Όμηρο στην Οδύσσεια, αλλα και στην Ιλιάδα (Β 546-549)[6]:

Οἳ δ᾽ ἄρ᾽ Ἀθήνας εἶχον ἐϋκτίμενον πτολίεθρον
δῆμον Ἐρεχθῆος μεγαλήτορος, ὅν ποτ᾽ Ἀθήνη
θρέψε Διὸς θυγάτηρ, τέκε δὲ ζείδωρος ἄρουρα,
κὰδ δ᾽ ἐν Ἀθήνῃς εἷσεν ἑῷ ἐν πίονι νηῷ·

Στον ναό αυτό φυλασσόταν ξύλινο από ελιά άγαλμα της θεάς (ξόανον) που κατά την παράδοση είχε πέσει από τον ουρανό. Κοντά στο ναό υπήρχαν ο τάφος του Κέκροπα, η ελιά της Αθηνάς, η Ερεχθηίδα θάλασσα, ίχνη από το χτύπημα της τρίαινας του Ποσειδώνα. Από τον ναό εκείνο απέμειναν δύο λίθινες βάσεις κοντά στο νότιο τοίχο του Ερεχθείου. Σ' αυτές τις βάσεις στηρίζονταν οι ξύλινοι κίονες του προδόμου του παλιού ναού.

Αναπαράσταση της ακρόπολης των Αθηνών όπως ήταν στην αρχαιότητα, 19ος αιώνας

Από τον 6ο αι. π.Χ. άρχισαν να χτίζονται πάνω σ' αυτόν τα ιερά των Αθηναίων, όπως το Εκατόμπεδον, που καταστράφηκαν κατά τους Περσικούς πολέμους. Ο ναός της Αθηνάς ξαναχτίστηκε πολύ μεγαλύτερος. Το Εκατόμπεδον, ο Εκατόμπεδος νεώς, χτίστηκε λίγο πριν από τα μέσα του 6ου αιώνα και πήρε το όνομα αυτό επειδή είχε μήκος 100 αττικών ποδιών. Ήταν αφιερωμένο στην Παλλάδα Αθηνά, την προστάτιδα της πόλης στους πολέμους, ενώ ο άλλος ναός, της Πολιάδος, ήταν αφιερωμένος στην Αθηνά, προστάτιδα της γονιμότητας της γης και των ανθρώπων. Το Εκατόμπεδον μάλλον βρισκόταν εκεί όπου χτίστηκε αργότερα ο Παρθενώνας και πρέπει να ήταν δωρικός περίπτερος ναός. Στο Εκατόμπεδον φαίνεται ότι ανήκε σωζόμενο μεγάλο πώρινο αέτωμα όπου λιοντάρια κατασπαράζουν έναν ταύρο, πλαισιωμένα από δύο παραστάσεις: με τον Ηρακλή που αντιμετωπίζει τον θαλάσσιο δαίμονα Τρίτωνα και με τον λεγόμενο τρισώματο δαίμονα, που κρατάει τα σύμβολα των τριών στοιχείων της φύσης, δηλαδή του νερού, της φωτιάς και του αέρα. Έχουν βρεθεί επιγραφές αλλά και θραύσματα γλυπτών που δείχνουν ότι την αρχαϊκή περίοδο υπήρχαν στην Ακρόπολη και μικρότερα κτίσματα, τα «οικήματα», όπου φυλάσσονταν χρήματα και πολύτιμα αντικείμενα. Έχει προσδιοριστεί από την αρχαιολογική έρευνα η ύπαρξη πέντε τέτοιων οικημάτων.

Επί της εποχής του Πεισιστράτου στην Ακρόπολη υπήρχαν πολλά αγάλματα, χάλκινα ή μαρμάρινα, αγγεία κλπ που τα αφιέρωναν οι πολίτες στην Αθηνά.

Η ανοικοδόμηση των τειχών και των ιερών άρχισε αμέσως μετά την ήττα των Περσών, το 465 π.Χ., την εποχή δηλαδή του Περικλή. Κάτω από την επίβλεψη του Φειδία και των αρχιτεκτόνων Μνησικλή, Καλλικράτη και Καλλίμαχου χτίστηκαν και διακοσμήθηκαν ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο, τα Προπύλαια και ο ναός της Αθηνάς ή Απτέρου Νίκης.

Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο προστέθηκαν μερικά ασήμαντα κτίσματα. Κατά τη Βυζαντινή εποχή ο Παρθενώνας μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία. Κατά τη φραγκοκρατία έγινε καθολικός ναός, ενώ κατά την τουρκοκρατία τζαμί.

Η Ακρόπολη των Αθηνών σε φωτογραφία του Φρεντερίκ Μπουασονά (1910).

Κατά την τουρκοκρατία η Ακρόπολη έπαθε τις περισσότερες ζημίες. Οι Τούρκοι είχαν αποθηκεύσει πυρίτιδα πάνω σ' αυτήν και έγιναν αίτιοι να καταστραφούν τα μνημεία της. Το 1645 ένας κεραυνός που έπεσε πάνω στην πυρίτιδα ανατίναξε τα Προπύλαια. Το 1687, όταν την Ακρόπολη πολιορκούσε ο Ενετός Μοροζίνι, μία από τις βόμβες έπεσε πάνω στην πυρίτιδα που ήταν αποθηκευμένη στον Παρθενώνα και κατέστρεψε τον ναό.

Εκτεταμένες καταστροφές προκάλεσε ο Σκωτσέζος λόρδος Έλγιν λίγο πριν από την Επανάσταση του 1821. Έβαλε να ξηλώσουν τη ζωφόρο του Παρθενώνα, μετόπες, αετώματα, μία Καρυάτιδα και έναν κίονα του Ερεχθείου, τα οποία μετέφερε στην Αγγλία. Για όλα αυτά πλήρωσε 35000 λίρες στους Τούρκους και στους Αθηναίους δώρισε ένα ρολόι, που στήθηκε στην αρχαία αγορά. Κατά την Επανάσταση του 1821 η Ακρόπολη πολιορκήθηκε διαδοχικά από Έλληνες και Τούρκους και υπέστη νέες καταστροφές. Το 1834 άρχισαν οι αρχαιολογικές εργασίες για την αποκατάσταση των μνημείων της.

Προπύλαια

Κύριο λήμμα: Προπύλαια (Ακρόπολη Αθηνών)Τα Προπύλαια, προθάλαμος για την είσοδο στην Ακρόπολη.

Η μνημειώδης αυτή είσοδος της Ακρόπολης άρχισε να χτίζεται το 436 π.Χ. μετά την ολοκλήρωση του Παρθενώνα, πάνω σε σχέδια του αρχιτέκτονα Μνησικλή. Το οικοδόμημα αυτό διαιρείται σε τρία μέρη. Στο κέντρο βρίσκεται ένα ναόσχημο μακρύ κτίσμα με ψηλό αέτωμα και όψη δωρικού ναού. Δεξιά και αριστερά από αυτό είναι χτισμένες από μία πτέρυγα που μοιάζουν με δωρικούς ναούς χωρίς αέτωμα, αλλά έχουν στέγη αετοειδή.

Το κεντρικό οικοδόμημα είναι κάτι το μοναδικό στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική. Έξι κίονες δωρικού ρυθμού κοσμούν την πρόσοψη. Οι κίονες λεπταίνουν όσο προχωρούν από τη βάση προς την κορυφή. Πάνω σ' αυτούς στηριζόταν ένα αέτωμα χωρίς διακόσμηση. Ο κύριος χώρος διαιρείται σε τρία κλίτη με δύο σειρές από ιωνικούς κίονες (τρεις σε κάθε πλευρά).

Τα Προπύλαια δεν ολοκληρώθηκαν ποτέ. Το 431 π.Χ. άρχισε ο Πελοποννησιακός πόλεμος και οι εργασίες σταμάτησαν. Το 429 π.Χ. πέθανε ο Περικλής και οι διάδοχοί του δεν έδειξαν ενδιαφέρον για τη συνέχιση του έργου.

Ναός της Αθηνάς ή Απτέρου Νίκης 

Κύριο λήμμα: Ναός Αθηνάς Νίκης

Είναι ένας μικρός ολομάρμαρος ναός, που άρχισε να χτίζεται μεταξύ 427 και 424 π.Χ. με αρχιτέκτονα τον Καλλικράτη. Είναι τετράστυλος αμφιπρόστυλος ναός ιωνικού ρυθμού, χτισμένος πάνω σε μία κρηπίδα με τέσσερις βαθμίδες. Δεν έχει πρόναο. Μέσα στον σηκό του υπήρχε άγαλμα της Αθηνάς Νίκης, που κρατούσε στο αριστερό χέρι περικεφαλαία και στο δεξί ρόδι, που είναι σύμβολο των θεών του κάτω κόσμου. Η ζωφόρος και τα αετώματα του ναού είχαν γλυπτές παραστάσεις. Γύρω στο 421 - 415 π.Χ. ο ναός περιβλήθηκε με ένα συνεχές θωράκιο ύψους 1,05 μ., που στην εξωτερική του όψη παρίστανε ανάγλυφες Πτερωτές Νίκες την ώρα που προετοιμάζουν θυσία για την Αθηνά. Το 1687 οι Τούρκοι διέλυσαν τον ναό και με τα αρχιτεκτονικά του μέλη ενίσχυσαν τις οχυρώσεις τους.

Παρθενώνας

Ακρόπολη Αθηνών

Ο Παρθενώνας είναι το μεγαλύτερο και πιο επίσημο οικοδόμημα της Ακρόπολης και συγκεντρώνει τον θαυμασμό όλου του κόσμου αιώνες τώρα. Οι εργασίες για την ανέγερση του ολομάρμαρου αυτού ναού της Αθηνάς άρχισαν το 447 π.Χ. υπό τη διεύθυνση των αρχιτεκτόνων Ικτίνου και Καλλικράτη. Ο ναός ολοκληρώθηκε το 438 π.Χ. και κατά τα Παναθήναια του επόμενου χρόνου αφιερώθηκε στην πολιούχο θεά. Παρ' όλα αυτά οι εργασίες συνεχίστηκαν μέχρι το 432 π.Χ.. Είναι ναός δωρικού ρυθμού περίπτερος με οκτώ κίονες στις στενές και δεκαεπτά στις μακριές πλευρές. Οι κίονες έχουν ύψος 10,5 μ. και πάνω τους στηρίζεται ο θριγκός (επιστύλια), οι μετόπες, τα τρίγλυφα, τα γείσα και τα αετώματα. Ο σηκός ήταν χτισμένος ολόκληρος με μαρμάρινες πέτρες σε οριζόντιες σειρές και σε καθεμία στενή πλευρά είχε από έξι δωρικούς κίονες, οι οποίοι τον χώριζαν σε δύο μέρη: τον κυρίως ναό και τον οπισθόδομο. Η ζωφόρος στους τοίχους του σηκού είχε παραστάσεις της πομπής των Παναθηναίων.

Ο κυρίως ναός στο εσωτερικό του χωριζόταν σε τρία μέρη· αυτό γινόταν με δύο κάθετες δωρικές κιονοστοιχίες. Το μεσαίο από τα τρία μέρη ήταν το πλατύτερο και σ' αυτό ήταν στημένο πάνω σε βάθρο το περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Παρθένου Αθηνάς, το οποίο ο Φειδίας είχε ολοκληρώσει και τοποθετήσει το 438 π.Χ. στη θέση του. Οι 92 μετόπες εσωτερικά ήταν ανάγλυφες και παρίσταναν διάφορα μυθολογικά θέματα: Γιγαντομαχία, Αμαζονομαχία, Κενταυρομαχία και επεισόδια από την άλωση της Τροίας.

Από αιώνες οι Έλληνες αρχιτέκτονες ποτέ δε σταμάτησαν να δουλεύουν για να ανυψωθεί ένας ναός από απλό λειτουργικό οικοδόμημα σε ένα αισθητικό δημιούργημα. Ο Παρθενώνας βρίσκεται στην κορυφή όλων των αρχαίων οικοδομημάτων ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο. Ας

Ακρόπολη Αθηνών

εξετάσουμε ένα προς ένα τα στοιχεία της αισθητικής αυτής υπεροχής: α) Η τοποθέτηση στο χώρο. Βγαίνοντας από τα Προπύλαια, ο επισκέπτης αντίκριζε όχι το μέτωπο του ναού αλλά ολόκληρο το σώμα του, χαρίζοντάς του την «ευμετρίαν» του, δηλαδή το ισοδύναμο ζύγισμα του πλάτους προς το μήκος και το ύψος του. β) Οι τρεις κατά μήκος διαιρέσεις ενός ναού (το κρηπίδωμα, η κιονοστοιχία και ο θριγκός) έχουν την αρμονικότερη σχέση την οποία γνώρισε ποτέ η ελληνική τέχνη. Πρώτοι ο Γερμανός Hoffner και ο Άγγλος Pennethorne διαπίστωσαν ότι οι βαθμίδες του Παρθενώνος είναι καμπύλες. Οι βαθμίδες φουσκώνουν προς το κέντρο, στις μεν μακριές πλευρές 0,11 μ. συνολικά, στις δε στενές 0,06μ., σχηματίζοντας τις «υπερβολικές» λεγόμενες καμπύλες. Οι επάλληλες αυτές καμπύλες δίνουν την εντύπωση πως ο ναός έχει πάρει μια βαθιά ανάσα πριν σταθεί στον χώρο. γ) Αντίθετα, οι τοίχοι και η κιονοστοιχία, που αποτελούν τη δεύτερη καθ' ύψος διαίρεση του κτηρίου, κλίνουν προς τα μέσα με τρόπο, ώστε το κτήριο σχηματίζει τη βάση μιας μεγάλης πυραμίδας. Οι γωνιαίοι κίονες έχουν φυσικά διπλή κλίση, δηλαδή γέρνουν προς τα μέσα ιδωμένοι τόσο από τη στενή όσο και από τη μακριά πλευρά του κτηρίου. δ) Μείωση - Ένταση - Βηματισμός: Η «μείωση» είναι το αδυνάτισμα του πάχους των κιόνων προς τα πάνω. Η μείωση αυτή δεν είναι ενιαία και ακολουθεί μία ιδιόρρυθμη καμπύλη. Στα 2/5 περίπου του ύψους του κίονος παρουσιάζεται μία αντίθετη κίνηση, η οποία μοιάζει με φούσκωμα και ονομαζόταν «ένταση», ακριβώς επειδή αποσκοπούσε στην εντύπωση πως ο κίονας εντείνει τη δύναμή του, για να κρατήσει το βάρος του θριγκού. Αλλά και ο «βηματισμός» των κιόνων είναι πολύ προσεγμένος. Καμία απόσταση μεταξύ των κιόνων δεν είναι ακριβώς η ίδια και επί πλέον οι αποστάσεις των γωνιαίων κιόνων με τους διπλανούς τους είναι μεγαλύτερες απ' ό,τι μεταξύ των ενδιάμεσων κιόνων. Όλες αυτές οι λεπτότητες, οι οποίες δεν είναι αμέσως φανερές στο μάτι, επεδίωκαν να εξασφαλίσουν για το κτήριο μία δική του ζωή αλλά και μία κρυφή αρμονία. Έτσι ο Παρθενώνας συνιστά ένα έργο πολύπλοκων υπολογισμών, που αποδεικνύει πόσο προηγμένη ήταν η μαθηματική επιστήμη, αλλά και πόσο υψηλές ήταν οι απαιτήσεις του κοινού της εποχής εκείνης.

Ακρόπολη Αθηνών

Ερέχθειο 

Ακρόπολη ΑθηνώνΚύριο λήμμα: ΕρέχθειοΝοτιοδυτική άποψη

Κατά τη μυθολογία στο σημείο αυτό έγινε η φιλονικία της Αθηνάς και του Ποσειδώνα για την κυριαρχία της πόλης. Ο θεός της θάλασσας Ποσειδώνας χτύπησε το βράχο με την τρίαινα και ξεπήδησε θαλασσινό νερό. Με τη σειρά της η Αθηνά χτύπησε με το δόρυ της και φύτρωσε η ελιά. Οι θεοί που ήταν κριτές έδωσαν τη νίκη στην Αθηνά. Οι Αθηναίοι όμως θέλοντας να συμβιβάσουν τους δύο αντίπαλους θεούς τούς αφιέρωσαν από ένα ιερό κάτω από την ίδια στέγη. Έτσι χτίστηκε το πιο ιδιόμορφο από τα οικοδομήματα της Ακρόπολης από άποψη αρχιτεκτονικού σχεδίου. Στο σημείο αυτό κατά τη μυθολογία είχε την κατοικία του ο βασιλιάς Ερεχθέας, που αργότερα ταυτίστηκε με τον Ποσειδώνα. Γι' αυτό και ο ναός πήρε το όνομά του από το μυθολογικό αυτό βασιλιά της Αθήνας. Ο ναός χτίστηκε μεταξύ 425 και 406 π.Χ. με σχέδια του αρχιτέκτονα Καλλίμαχου και είναι ένα από τα αριστουργήματα του ιωνικού ρυθμού.

Οι Καρυάτιδες

Εσωτερικά ο ναός ήταν χωρισμένος σε δύο μέρη. Το ανατολικό μέρος προς την πρόσοψη ήταν της Αθηνάς, το άλλο του Ποσειδώνα. Στο ιερό της Αθηνάς βρισκόταν το ξόανό της, ένα άγαλμά της δηλαδή κατασκευασμένο από ξύλο ελιάς, για το οποίο πίστευαν ότι είχε πέσει από τον ουρανό. Στο ιερό του Ποσειδώνα, όπου κατεβαίνει κανείς με δώδεκα σκαλοπάτια, η ξηλωμένη σ' ένα σημείο στέγη και οι τρεις τρύπες στο βράχο του δαπέδου, προκλήθηκαν από το χτύπημα της τρίαινας του θεού, όπως πίστευαν οι αρχαίοι. Το πιο γνωστό όμως μέρος του Ερεχθείου είναι η «Πρόστασις των Κορών», οι περίφημες Καρυάτιδες.Οι Καρυάτιδες ήταν όμορφες κόρες από τις Καρυές της Λακωνίας. Πρόκειται για ένα σκεπαστό μπαλκόνι, του οποίου η στέγη στηρίζεται όχι σε κίονες, αλλά σε έξι αγάλματα Κορών εξαιρετικής τέχνης.

Άλλα μνημεία 

Από τα πολλά άλλα μνημεία που υπήρχαν πάνω στον ιερό βράχο της Ακρόπολης αναφέρονται συνοπτικά τα γνωστότερα και σημαντικότερα:

  1. Το Βραυρώνιον, το οποίο ήταν ένα από τα πιο παλιά ιερά της Ακρόπολης. Χτίστηκε ίσως το 459 π.Χ.. Λείψανά του σώζονται στη ΝΑ γωνία των Προπυλαίων. Ήταν αφιερωμένο στη Βραυρωνία Αρτέμιδα.
  2. Το άγαλμα της Αθηνάς Προμάχου, έργο του Φειδία (450 π.Χ.) από τη δεκάτη των λαφύρων που πήραν οι Αθηναίοι μετά τη μάχη του Μαραθώνα. Στη θέση του κολοσσιαίου αυτού χάλκινου αγάλματος σώζονται ακόμα ίχνη του βάθρου του.
  3. Το Αρρηφόριον, κατοικία των Αρρηφόρων, δύο μικρών κοριτσιών που ήταν υπεύθυνα για τη μεταφορά των Ιερών Σκευών κατά τα Αρρηφόρια καθώς και για την ύφανση του Πέπλου της Αθηνάς, που παραδιδόταν κατά τα Παναθήναια.
  4. Το βάθρο του Αγρίππα.
  5. Ανάμεσα σ' όλα αυτά ένα ρωμαϊκό κτίσμα: ο Ναός της Ρώμης και του Αυγούστου στην ανατολική πλευρά του Παρθενώνα. Χτίστηκε μεταξύ 17 - 10 π.Χ. προς τιμήν της θεάς Ρώμης και του αυτοκράτορα Αυγούστου, τον οποίο οι Ρωμαίοι λάτρευαν ως θεό.

    Βυζαντινή περίοδος 

    Ακρόπολη Αθηνών

    Στο νότιο τείχος και πάνω από το κέντρο του θεάτρου του Διονύσου βρίσκεται σπήλαιο όπου κατά την αρχαιότητα υποβάσταζε το τρίποδα του χορηγικού μνημείου του Θρασσύλου. Στην χριστιανική περίοδο από χώρος αφιερωμένος στον θεό Διόνυσο μετατράπηκε σε χριστιανικό παρεκκλήσιο της Παναγίας της Σπηλιώτισσας.[7]

    Νεότερα κτήρια 

    Πέραν των υπολειμμάτων νεότερων εγκαταστάσεων, κυρίως βυζαντινά-μεταβυζαντινά, υπάρχει και το κτήριο του, παλαιού πλέον, Μουσείου Ακρόπολης. Είναι πάνω στον βράχο, στο χαμηλό ΝΑ άκρο του. Έχει προσανατολισμό Α-Δ και είναι θεμελιωμένο έτσι, ώστε να μην είναι ορατό και να μην βλάπτει αισθητικά τα αρχαία μνημεία. Χτίστηκε από το 1865 μέχρι το 1874, σε μελέτη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου. Το Μουσείο περιλαμβάνει μόνο τα λίθινα γλυπτά από τα μνημεία και τις ανασκαφές του χώρου της Ακρόπολης.

    Αναστήλωση της Ακρόπολης 

    Οι εργασίες αναστήλωσης της Ακρόπολης από την ανατολική της πλευρά, το 2014

    Το πρόγραμμα αναστήλωσης ξεκίνησε το 1975 και βρίσκεται κοντά στην ολοκλήρωσή του. Ο σκοπός της αναστήλωσης ήταν να αναστραφεί η εικόνα παρακμής αιώνων, με φθορά, ρύπανση και καταστροφή που απορρέουν από στρατιωτική χρήση και άστοχες αποκαταστάσεις κατά το παρελθόν. Το πρόγραμμα περιελάμβανε τη συλλογή και ταυτοποίηση όλων των τμημάτων βράχων, ακόμη και των μικρότερων, από την Ακρόπολη και τις πλαγιές της και ο σκοπός του ήταν η ανακατασκευή των περισσότερων τμημάτων με τη χρήση των αυθεντικών υλικών (αναστήλωση), με νέα τμήματα μαρμάρου από τη Πεντέλη να χρησιμοποιούνται με φειδώ. Ολόκληρη η διαδικασία της αναστήλωσης έγινε με τη χρήση συνδετικών καρφιών τιτανίου και έχει σχεδιαστεί ώστε να είναι αναστρέψιμη σε περίπτωση που οι επιστήμονες αποφασίσουν να αλλάξουν κάποια πράγματα. Χρησιμοποιήθηκε συνδυασμός σύγχρονης τεχνολογίας και εκτεταμένης έρευνας, καθώς και επανεφεύρεση αρχαίων τεχνικών. 

    Η κιονοστοιχία του Παρθενώνα, η οποία καταστράφηκε σε μεγάλο βαθμό από τους βομβαρδισμούς των Ενετών κατά το 17ο αιώνα, αποκαταστάθηκε, ενώ πολλοί λανθασμένα συναρμολογημένοι κίονες, τοποθετήκαν ορθά. Η οροφή και το δάπεδο των Προπυλαίων αντικαταστάθηκαν τμηματικά, με τμήματα της οροφής να έχουν κατασκευαστεί με νέο μάρμαρο και διακοσμήθηκαν με μπλε και χρυσά παρένθετα τμήματα, όπως ήταν αρχικά.  Η αποκατάσταση του Ναού της Αθηνάς Νίκης ολοκληρώθηκε το 2010. 

                                      Περικλής

Ο Περικλής του Ξανθίππου ο Χολαργεύς (Αρχαία Αθήνα, 495 ή 494 π.Χ. - Αρχαία Αθήνα, 429 π.Χ.) ήταν αρχαίος Αθηναίος Έλληνας πολιτικός, ρήτορας και στρατηγός του 5ου αιώνα π.Χ., γνωστού και ως «Χρυσού Αιώνα», και πιο συγκεκριμένα της περιόδου μεταξύ των Περσικών Πολέμων και του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Η σταδιοδρομία του 

Η δύναμη, η δόξα και η φήμη την οποία χάρισε στην Αρχαία Αθήνα, δικαιώνουν απόλυτα το χαρακτηρισμό του Χρυσού Αιώνα. Η εποχή στην οποία ήταν κύριος της πολιτικής ζωής της Αρχαίας Αθήνας, δηλαδή μεταξύ του 461 π.Χ. και του 429 π.Χ., ονομάζεται μέχρι σήμερα «Εποχή του Περικλή». Γυναίκα του ήταν η Ασπασία.

Ο Περικλής εκμεταλλεύτηκε τη νίκη των ελληνικών δυνάμεων επί των Περσών και την άνοδο της ναυτικής δύναμης της Αθήνας προκειμένου να μετατρέψει τη Δηλιακή Συμμαχία σε «Αθηναϊκή Ηγεμονία», οδηγώντας την πόλη του στην μεγαλύτερη ακμή της ιστορίας της κατά την περίοδο των 14 συνεχόμενων ετών που εκλεγόταν στο αξίωμα του Στρατηγού. Σε στρατιωτικό επίπεδο, οι επεκτατικές και στρατιωτικές επιχειρήσεις που πραγματοποίησε κατά την διάρκεια της κυριαρχίας του είχαν σαν κύριο στόχο τη διαφύλαξη των συμφερόντων της Αθήνας. Τις επιχειρήσεις αυτές διεξήγαγε με τη βοήθεια του πανίσχυρου αθηναϊκού ναυτικού, το οποίο άρχισε να δυναμώνει την εποχή του Θεμιστοκλή και αργότερα του Κίμωνα, γιου του Μιλτιάδη. Ωστόσο, στην απόλυτη ακμή του έφτασε κατά την εποχή του Περικλή και αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό της αθηναϊκής υπερδύναμης. Ο Περικλής ήταν ηγέτης της Αθήνας μέχρι τα δύο πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ώσπου το 429 π.Χ. απεβίωσε εξαιτίας του λοιμού των Αθηνών.

Υπήρξε μέγας προστάτης των τεχνών, της λογοτεχνίας και των επιστημών, και ο βασικός υπεύθυνος για το γεγονός ότι η Αθήνα έγινε το πολιτιστικό και πνευματικό κέντρο του αρχαίου κόσμου. Επίσης, σε αυτόν οφείλεται η κατασκευή πολλών από τα σημαντικά μνημεία που κοσμούσαν την Αρχαία Αθήνα, με εκείνα της Ακρόπολης να διατηρούν εξέχουσα θέση ανάμεσά τους. Επίσης, υπήρξε μέγας υποστηρικτής της δημοκρατίας και της ελευθερίας του λόγου και ως αποτέλεσμα, κατά την εποχή του, τέθηκαν οι βάσεις του λεγόμενου Δυτικού Πολιτισμού. Η δράση του δεν περιορίστηκε μόνο εκεί, αλλά ως ηγέτης των Αθηνών, με μία σειρά νόμων, υποστήριξε τις λαϊκές μάζες και τις βοήθησε να αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα σε βάρος της αριστοκρατικής τάξης στην οποία ανήκε κι ο ίδιος. Ήταν τόσο ανοικτός προς τις ευρύτερες μάζες, που πολλοί τον αποκαλούσαν λαϊκιστή. 

Οι φιλοδημοκρατικές του θέσεις αποτυπώνονται καλύτερα στον περίφημο «Επιτάφιο Λόγο» του προς τιμήν των πεσόντων του πρώτου έτους του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο οποίος διασώθηκε από τον ιστορικό Θουκυδίδη. Ο τελευταίος θαύμαζε τόσο πολύ τον Περικλή, που τον αποκαλούσε «πρώτο πολίτη των Αθηνών».

Πρώτα χρόνια 

Ο Περικλής γεννήθηκε στον Δήμο Χολαργού, βόρεια της Αθήνας, γύρω στο 495 π.Χ.. Πατέρας του ήταν ο επίσης πολιτικός και στρατηγός των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ., Ξάνθιππος, γνωστός επειδή βοήθησε στην καταδίκη του Μιλτιάδη για την αποτυχημένη αθηναϊκή εκστρατεία εναντίον της Πάρου το 489 π.Χ., για τον οστρακισμό του το 485 π.Χ., και κυρίως για το ότι ηγήθηκε των αθηναϊκών δυνάμεων στη Ναυμαχία της Μυκάλης τον Αύγουστο του 479 π.Χ., όπου οι Έλληνες πέτυχαν αποφασιστική νίκη εναντίον των Περσών. Μητέρα του ήταν η Αγαρίστη, μέλος της παλαιάς και ισχυρής αριστοκρατικής οικογένειας των Αλκμεωνιδών. Προπάππους της Αγαρίστης ήταν ο τύραννος της Σικυώνας, Κλεισθένης, ενώ θείος της ήταν ο μείζων μεταρρυθμιστής του αθηναϊκού πολιτεύματος, Κλεισθένης που επίσης ήταν μέλος της οικογένειας των Αλκμεωνιδών. 

Σύμφωνα με την αφήγηση του φερόμενου ως «πατέρα της ιστορίας» και συγχρόνου του Περικλή, Ηροδότου, καθώς και του ιστορικού Πλουτάρχου, λίγες ημέρες πριν τη γέννηση του μεγάλου πολιτικού, η μητέρα του, Αγαρίστη, είδε στο ύπνο της ένα όνειρο όπου αντί για παιδί είχε φέρει στον κόσμο ένα λιοντάρι.[9][10] Οι υπηρέτριές της, όταν ξύπνησε από το φόβο της, τής είπαν πως το όνειρο ήταν καλό σημάδι, γιατί το λιοντάρι αντιπροσώπευε τη δύναμη και τη δόξα. Ωστόσο, πολλοί κωμωδιογράφοι και πολιτικοί του αντίπαλοι αργότερα κορόιδευαν τον Περικλή   και συνέδεαν το όνειρο αυτό με το ασυνήθιστο σχήμα του κεφαλιού του, εξαιτίας του οποίου τάχα απεικονιζόταν πάντα στις προτομές φορώντας περικεφαλαία. Εντούτοις, αυτό συνέβαινε απλώς γιατί χαρακτήριζε το αξίωμα του ως Στρατηγού της αθηναϊκής δημοκρατίας. 

Ο Περικλής ανήκε στην Ακαμαντίδα φυλή. Χάρη στον πλούτο και την υψηλή κοινωνική θέση της οικογενείας του πέρασε ήρεμα νεανικά χρόνια και είχε την τύχη όχι μόνο να ικανοποιήσει την αγάπη του για τη μελέτη,[13] αλλά και να γνωρίσει και να μαθητεύσει κοντά σε μερικούς από τους πιο ξακουστούς φιλοσόφους της εποχής του, όπως ήταν ο Ζήνων ο Ελεάτης, ιδρυτής της Ελεατικής Φιλοσοφικής Σχολής στην Κάτω Ιταλία, ο φιλόσοφος Πρωταγόρας, καθώς και ο φιλόσοφος, Αναξαγόρας ο Κλαζομένιος, με τον οποίο τον συνέδεε στενή φιλία   και από το χαρακτήρα του οποίου πιθανώς πήρε την πραότητα και τον αυτοέλεγχο, κύρια χαρακτηριστικά της μετέπειτα πολιτικής του.Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι διδάχθηκε μουσική από τους κορυφαίους μουσικούς εκείνης της εποχής όπως το Δάμωνα και, πιθανώς, τον Πυθοκλείδη. 

Ανοδος στην πολιτική 

Το 472 π.Χ. ο Περικλής, οποίος έπρεπε τότε να βρίσκεται στις αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής του, παρουσίασε το έργο Πέρσαι του τραγικού ποιητή Αισχύλου στα Διονύσια ως λειτουργός. Αυτό σημαίνει ότι πιθανόν τότε ήταν ένας από τους πλουσιότερους[18] και γνωστότερους ανθρώπους των Αθηνών. Μπορεί να θεωρείται τυχερός, καθώς κέρδισε το έργο που παρουσίαζε, οι Πέρσαι, ένα σπάνιο δείγμα μεγάλης συγγραφικής ικανότητας από τον πρώτο από τους τρεις μεγάλους τραγικούς της αρχαιότητας. Εκείνο τον καιρό, ο Περικλής παντρεύτηκε μία γυναίκα αγνώστου ονόματος, η οποία του χάρισε δύο γιους. Το μόνο που γνωρίζουμε με βεβαιότητα είναι ότι ο γάμος τους δεν ήταν καθόλου επιτυχημένος. Είναι χαρακτηριστικό ότι εκείνη την εποχή πρέπει να είχε γεννηθεί η μετέπειτα σύντροφός του, Ασπασία. Η πολιτική ενασχόληση του Περικλή, που ακολούθησε τα χνάρια του πατέρα του, πρέπει να άρχισε σχεδόν μία δεκαετία αργότερα και συγκεκριμένα το 463 π.Χ., όταν ήταν μέλος του κατηγορητηρίου εναντίον του Κίμωνα, γιου του στρατηγού Μιλτιάδη και ηγέτη της συντηρητικής παράταξης. Ο Κίμωνας είχε καταφέρει να εξοστρακίσει[19] τον ηγέτη των δημοκρατικών Θεμιστοκλή, ο οποίος αυτοκτόνησε στην Περσία, και να ανελιχθεί στα πολιτικά πράγματα της Αθήνας. Είχε κατηγορηθεί ότι είχε παραδώσει πολλά συμφέροντα των Αθηνών, στο βασίλειο της Μακεδονίας,[20] ενώ πιθανώς μεγάλο ρόλο πρέπει να έπαιξε και η παταγώδης αποτυχία που γνώρισε κατά τη διάρκεια του Γ' Μεσσηνιακού Πολέμου. Τότε, η Σπάρτη είχε ζητήσει τη βοήθεια των Αθηνών για να καταπνίξει την εξέγερση των ειλώτων που εκμεταλλεύτηκαν το μεγάλο σεισμό του 464 π.Χ., επαναστάτησαν και οχυρώθηκαν στο φρούριο της Ιθώμης. Όταν ο Κίμων έφτασε στην Σπάρτη, οι Σπαρτιάτες αρνήθηκαν τη βοήθειά του, λέγοντας πως δεν είναι απαραίτητη. Τελικά, ο Κίμων αθωώθηκε αλλά η πολιτική του θέση κλονίστηκε σοβαρά.[21]

Ο Περικλής αγορεύων στην Πνύκα, τοιχογραφία στο Maximmileaneum Palace Μονάχου, του Philipp von Foltz (1860)

Μετά την δικαστική πάλη με τον ηγέτη των συντηρητικών Κίμωνα, ο Εφιάλτης, που ήταν ηγέτης της δημοκρατικής παράταξης στην οποία ανήκε ο Περικλής, αποφάσισε γύρω στο 461 π.Χ. να περάσει ένα ψήφισμα στην Εκκλησία του Δήμου, που θα αφαιρούσε πολλά[22] από τα εναπομείναντα προνόμια του Αρείου Πάγου, πού ήταν απομεινάρι του παλαιού αριστοκρατικού πολιτεύματος της Αθήνας. Το ψήφισμα πέρασε με αρκετά μεγάλη πλειοψηφία,[23] και πολλοί ιστορικοί πιστεύουν ότι με αυτό το γεγονός άρχισε η «ριζοσπαστικότερη δημοκρατία» της εποχής του Περικλή. Ο Εφιάλτης δολοφονήθηκε μετά από συνωμοσία ολιγαρχικών εναντίον του, λόγω της ριζικής και τολμηρής μεταρρύθμισης που επέβαλε με την λαϊκή ψήφο την ίδια χρονιά. Και όμως την ίδια χρονιά εξοστρακίστηκε ο προηγουμένως δημοφιλής πολιτικός Κίμωνας λόγω της λακωνόφιλης στάσης του και της ολοένα μεγαλύτερης απόστασης που είχε αρχίσει να χωρίζει το συντηρητικό κόμμα από τις ευρύτερες λαϊκές μάζες της Αθήνας, στην αυγή της Κλασσικής Εποχής. Ένας εξοστρακισμός του Κίμωνα δεν ήταν καθόλου εύκολος επειδή ο Κίμωνας ήταν πλούσιος και γενναιόδωρος,[24] ενώ και οι στρατιωτικές του επιτυχίες δεν ήταν καθόλου μικρές. Αυτό σήμαινε πως ο εξοστρακισμός του Κίμωνα ήταν μία τεράστια πολιτική νίκη του Περικλή.

Η Αθηναϊκή δημοκρατία στο απόγειό της 

Μετὰ μεγάλων δὲ σημείων καὶ οὐ δή τοι ἀμάρτυρόν γε τὴν δύναμιν παρασχόμενοι τοῖς τε νῦν καὶ τοῖς ἔπειτα θαυμασθησόμεθα, καὶ οὐδὲν προσδεόμενοι οὔτε ῾Ομήρου ἐπαινέτου οὔτε ὅστις ἔπεσι μὲν τὸ αὐτίκα τέρψει, τῶν δ' ἔργων τὴν ὑπόνοιαν ἡ ἀλήθεια βλάψει, ἀλλὰ πᾶσαν μὲν θάλασσαν καὶ γῆν ἐσβατὸν τῇ ἡμετέρᾳ τόλμῃ καταναγκάσαντες γενέσθαι, πανταχοῦ δὲ μνημεῖα κακῶν τε κἀγαθῶν ἀίδια ξυγκατοικίσαντες. περὶ τοιαύτης οὖν πόλεως οἵδε τε γενναίως δικαιοῦντες μὴ ἀφαιρεθῆναι αὐτὴν μαχόμενοι ἐτελεύτησαν, καὶ τῶν λειπομένων πάντα τινὰ εἰκὸς ἐθέλειν ὑπὲρ αὐτῆς κάμνειν


Απόσπασμα από τον «Επιτάφιο Λόγο» του Περικλή, όπως τον κατέγραψε ο ιστορικός Θουκυδίδης.

Η πραγματική άνοδος της Αθηναϊκής δημοκρατίας μόλις άρχισε όταν ο Περικλής παραμέρισε δια εξοστρακισμού τον κυριότερο πολιτικό του αντίπαλο, τον συντηρητικό Κίμωνα. Μετά από τον εξοστρακισμό του Κίμωνα, ο Περικλής συνέχισε να προτείνει ολοένα και πιο ριζοσπαστικούς νόμους,[23] που προωθούσαν τον βαθμό της δημοκρατίας σε πραγματικά δυσθεώρητα ύψη. Η πολιτική του Περικλή συνέχισε να είναι υπερβολικά φιλολαϊκή, πράγμα που τον κράτησε στην εξουσία τις επόμενες δύο δεκαετίες και του άνοιξε τον δρόμο, ώστε να κάνει την Αθήνα, την ισχυρότερη πόλη της Μεσογείου και την πιο ξακουστή στον αρχαίο κόσμο. Το 458 π.Χ. μείωσε το μέγεθος της απαιτούμενης περιουσίας πού έπρεπε να έχει κάποιος ώστε να γίνει Επώνυμος Άρχων. Λίγο μετά το 454 π.Χ., αύξησε τον μισθό των δικαστικών της Ηλιαίας.[25] Ο πλέον ριζοσπαστικός νόμος που επέβαλε ήταν αυτός του 451 π.Χ., που από καθαρή ειρωνεία της τύχης θα έχει μεγάλες συνέπειες στην κατοπινή προσωπική του ζωή. Ο νόμος αυτός, επέτρεπε σε κάποιον να αποκτήσει την αθηναϊκή υπηκοότητα μόνο εφόσον και οι δύο του γονείς ήταν Αθηναίοι, πλήττοντας ιδιαίτερα για άλλη μία φορά την τάξη των αριστοκρατών, επειδή πρακτικά απαγόρευε την απόκτηση αθηναϊκής υπηκοότητας στα παιδιά των αριστοκρατών πού είχαν το ένα γονέα από άλλη πόλη.[26] Πολλοί πιστεύουν ότι το έκανε για να εμποδίσει πιθανές ξένες επιρροές στην Αθήνα. Ακόμη επέτρεψε στις υποδεέστερες τάξεις να κατέχουν υψηλότερα αξιώματα από αυτά πού τους επιτρέπονταν μέχρι την εποχή του, επειδή ο Περικλής ήθελε μία διεύρυνση του Δήμου, του λαού πάνω στην οποία θα μπορούσε να στηρίξει τα μελλοντικά του προγράμματα. Ο Περικλής πίστευε ότι εκτός από τα άλλα, εάν αύξανε την δύναμη του λαού θα μπορούσε να αυξήσει την στρατιωτική και κυρίως ναυτική δύναμη της Αθήνας. Όλα αυτά γίνονταν καθώς οι κωπηλάτες των αθηναϊκών πλοίων προέρχονταν από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα. 

Όστρακο με το όνομα του Περικλή

Οι ιστορικοί δεν είναι σίγουροι κατά πόσον η συγκεκριμένη στρατηγική του Περικλή ήταν καλή για την Αρχαία Αθήνα, και κατά πόσον ήταν καλή για την δημοκρατία γενικότερα. Ο ιστορικός Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος γράφει ότι ο Περικλής ήθελε να εδραιώσει[28] το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αρχαία Αθήνα, προωθώντας μία σειρά φιλολαϊκών μέτρων τα οποία λειτούργησαν πολύ καλά όσο αυτός ήταν στην εξουσία, όμως μετά τον θάνατό του, η Αθήνα παρασύρθηκε σε έναν ωκεανό πολιτικής αβεβαιότητας και αναταραχής, κυβερνώμενη κυρίως από τυχοδιωκτικούς δημαγωγούς, όπως ο ανιψιός του Αλκιβιάδης και ο στρατηγός Κλέων, δικαιώνοντας απόλυτα τον συντηρητικό του αντίπαλο Κίμωνα, που υποστήριζε ότι η δημοκρατία δεν έχει πια περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης και εδραίωσης, και οποιεσδήποτε φιλολαϊκές υποχωρήσεις από αυτό το σημείο και έπειτα θα σήμαναν την βαθιά διάβρωση του πολιτικού και γενικότερα κοινωνικού ιστού της Αθήνας. Όπως λέει ο ιστορικός Τζάστιν Ντάνιελ Κινγκ, οι μεταρρυθμίσεις του Περικλή βοήθησαν τον λαό αλλά διέβρωσαν το κράτος, και το έκαναν πολύ πιο ευάλωτο. Ο ιστορικός Ντόναλντ Κέηγκαν υποστηρίζει ότι οι μεταρρυθμίσεις του Περικλή, έβαλαν τις βάσεις για την τερατώδη ανάπτυξη πολιτικών δυνάμεων, που θα μπορούσαν μέσω τις φιλολαϊκής δημαγωγίας να καταστρέψουν την Αθήνα. Όταν ο Κίμωνας γύρισε από την δεκάχρονη εξορία το 451 π.Χ., δεν αντιτάχθηκε[29] στις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις του Περικλή, και ειδικότερα στην μεταρρύθμιση, όσον αφορά το δικαίωμα στην αθηναϊκή υπηκοότητα.

Οδηγώντας την Αθήνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το θάνατο του αρχηγού των δημοκρατικών, Εφιάλτη, και τις δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις που αυτός άρχισε και ο Περικλής συνέχισε και διεύρυνε, πρακτικά εξελίχθηκε σε απόλυτο κυρίαρχο της πολιτικής ζωής της Αθήνας, αποτελώντας τον πολιτικό ηγέτη της δημοκρατικής παράταξης και της πόλης του, μέχρι τον θάνατό του, το 429 π.Χ., κατά την τρίτη χρονιά του Πελοποννησιακού Πολέμου.δ[>]

Πρώτος Πελοποννησιακός Πόλεμος 

Προτομή του Περικλή, ρωμαϊκό αντίγραφο έργου του Κρεσίλα, Βρετανικό Μουσείο

Ο Περικλής οργάνωσε τις πρώτες του πολεμικές επιχειρήσεις κατά τη διάρκεια του Πρώτου Πελοποννησιακού Πολέμου, μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης και των συμμάχων τους, που περισσότερο έμοιαζε με έναν πόλεμο συμφερόντων μεταξύ των συμμαχικών πόλεων των δύο υπερδυνάμεων της Κλασσικής Αρχαιότητας. Ρόλο έπαιξε επίσης η συμμαχία της Αθήνας με τα Μέγαρα και το Άργος, που ήταν παραδοσιακός εχθρός της Σπάρτης. Το 454 π.Χ., υπό την ηγεσία του Περικλή, η Αθήνα επιτέθηκε στη Σικυώνα και στην Ακαρνανία. Πριν την επιστροφή στην Αθήνα προσπάθησε να καταλάβει την πόλη Οιενιάδα στον Κορινθιακό Κόλπο, χωρίς επιτυχία. Όταν επέστρεψε ο Κίμωνας από την εξορία το 451 π.Χ., ο Περικλής τού εμπιστεύτηκε την αρχηγία του Αθηναϊκού στρατού, και ο ίδιος περιορίστηκε στα καθήκοντά του μέσα στην Αθήνα. Πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι αυτό έγινε επειδή ο Περικλής δεν είχε αποδείξει ότι ήταν μεγάλος στρατιωτικός ηγέτης, σε αντίθεση με τον Κίμωνα που ήταν γνωστός για τις επιτυχίες του εναντίον των Περσών στην τελευταία φάση των Περσικών Πολέμων. Έτσι, ο Περικλής συγκεντρώθηκε[32] σε αυτό πού ήταν πραγματικά καλός, δηλαδή στην εσωτερική διακυβέρνηση του κράτους, και πολύ ευρύτερα της ηγεμονίας των Αθηνών. Με αυτόν τον τρόπο πέτυχε κάτι το πραγματικά εξαιρετικό, δηλαδή τον πολιτικό γάμο μεταξύ της δημοκρατικής παράταξης της οποίας ηγούνταν και της συντηρητικής παράταξης του Κίμωνα. 

Στα μέσα της δεκαετίας του 450 π.Χ., η Αθήνα έκανε μία αποτυχημένη εκστρατεία εναντίον της Περσικής κυριαρχίας στην Αίγυπτο, στην προσπάθειά της να βοηθήσει τους Αιγύπτιους να αποτινάξουν τον περσικό ζυγό. Η εκστρατεία αποδείχθηκε καταστροφική, καθώς η αθηναϊκή στρατιά που πήγε να βοηθήσει τους Αιγύπτιους εναντίον των Περσών γνώρισε πανωλεθρία.[33] Λίγα χρόνια αργότερα και πιο συγκεκριμένα το 451 π.Χ., η Αθήνα απέστειλε στρατεύματα εναντίον των Περσών στην Κύπρο, όπου οι αθηναϊκές δυνάμεις υπό την ηγεσία του συντηρητικού Κίμωνα, σημείωσαν επιτυχίες, νικώντας τους Πέρσες στη μάχη της Σαλαμίνας στην Κύπρο, αλλά υπήρξαν παράλληλα μεγάλες απώλειες, καθώς το 449 π.Χ. πέθανε από ασθένεια ο στρατιωτικός ηγέτης της Αθήνας, Κίμωνας. Δεν είναι καθόλου σίγουρος[34] ο ρόλος του Περικλή σε αυτές τις δύο στρατιωτικές επιχειρήσεις των Αθηνών. Οι απόψεις των ιστορικών διίστανται για τον πραγματικό ρόλο και την επιρροή του Περικλή σε αυτές τις δύο εκστρατείες, και τις αποδίδουν περισσότερο στις στρατιωτικές φιλοδοξίες[35] του Κίμωνα, που ήταν πρακτικά αρχηγός του αθηναϊκού στρατού, και λιγότερο στην πολιτική επιρροή του Περικλή. Οι ιστορικοί διαφωνούν επίσης στο θέμα της Ειρήνης του Καλλία που υπογράφτηκε το 449 π.Χ. και με αυτή τερματίστηκαν οι συγκρούσεις μεταξύ Αθηναίων και Περσών. Ο ιστορικός Ερνστ Μπάντιαν υποστηρίζει ότι η Αθήνα παραβίασε μία προηγούμενη συμφωνία ειρήνης, που είχε υπογραφεί το 463 π.Χ., καθώς οι στρατιωτικές της επιχειρήσεις στην Αίγυπτο και στην Κύπρο συνιστούσαν απευθείας παραβίαση του συγκεκριμένου συμφώνου ειρήνης που αναφέρει ο Μπάντιαν. Η ύπαρξη αυτής της συμφωνίας ειρήνης είναι κάτι το οποίο έχει οδηγήσει σε διαφωνίες μεταξύ των ιστορικών. Ο ιστορικός Τζον Φάιν, αντιθέτως, πιστεύει ότι η Περσία χρησιμοποίησε την ειρήνη του Καλλίας, όταν κατάλαβε ότι οι συνεχείς συγκρούσεις των αθηναϊκών συμφερόντων με τα περσικά συμφέροντα αποδυνάμωναν την Αθήνα, και την επιρροή της στο Αιγαίο, γεγονός που μείωνε τη ναυτική της ηγεμονία. Από την άλλη πλευρά, ο Κέηγκαν, υποστηρίζει πως ο Καλλίας, ως γαμπρός του Κίμωνα, ήταν ένα σύμβολο ενότητας για τους Πέρσες και επιζητούσαν να ηγείται των διαπραγματεύσεων με την αθηναϊκή πλευρά.

Το 449 π.Χ., ο Περικλής πρότεινε την ίδρυση μίας συνομοσπονδίας των πόλεων του αρχαιοελληνικού κόσμου, ώστε να επανεξεταστεί το θέμα της επανακατασκευής των μνημείων πού είχαν καταστραφεί κατά την διάρκεια της περσικής εισβολής στην Ελλάδα, το 480 π.Χ.. Η ιδέα του Περικλή απέτυχε λόγω της άκαμπτης στάσης της Σπάρτης, παρόλο που μέχρι σήμερα οι πραγματικοί σκοποί του Περικλή δεν είναι απόλυτα διασαφηνισμένοι. Σύμφωνα με την κρίση των σύγχρονων ιστορικών, ο Περικλής ήθελε να αυξήσει τη δύναμη και την επιρροή της Αθήνας ακόμη περισσότερο,[36] να εισπράξει ακόμη περισσότερους φόρους και για αυτόν ακριβώς το λόγο συνάντησε την αντίσταση των Σπαρτιατών, οι οποίοι δεν ήθελαν περαιτέρω επέκταση της αθηναϊκής ηγεμονίας.

Όστρακο με το όνομα του Περικλή

Κατά τη διάρκεια του δεύτερου Ιερού Πολέμου, ο Περικλής βοήθησε τη Φωκίδα να ανακαταλάβει τους Δελφούς και να έχει υπό τον έλεγχο της το Μαντείο των Δελφών.  Το 447 π.Χ., ο Περικλής έκανε μάλλον την πιο επιτυχημένη στρατιωτική του επιχείρηση, όταν και έδιωξε τους βαρβάρους από την χερσόνησο της Καλλίπολης και εγκατέστησε Αθηναίους αποίκους σε αυτή τη στρατηγική θέση. Την ίδια χρονιά, οι ολιγαρχικοί της Θήβας συνωμότησαν εναντίον της δημοκρατικής φιλοαθηναϊκής παράταξης της πόλης, και ο Περικλής ζήτησε την παράδοσή τους, ωστόσο μετά τη μάχη στην Κορώνεια, η Αθήνα έπρεπε να δεχτεί την ήττα ώστε να πάρει πίσω τους αιχμαλώτους πολέμου.[13] Έτσι, όλη η Βοιωτία έπεσε σε εχθρικά, για την Αθήνα, χέρια, ενώ στη Φωκίδα και στη Λοκρίδα, εγκαταστάθηκαν εχθρικές, προς την Αθήνα, ολιγαρχικές παρατάξεις. Το 446 π.Χ., όταν τα Μέγαρα και η Εύβοια επαναστάτησαν και ξέφυγαν από τον έλεγχο των Αθηνών, ο Περικλής επιτέθηκε στην Εύβοια, αλλά ο ερχομός των Σπαρτιατών στην Αττική τον υποχρέωσε να ακυρώσει τη στρατιωτική επίθεση και να επιστρέψει στην Αθήνα, όπου με διαπραγματεύσεις και δωροδοκίες έπεισε τους Σπαρτιάτες να γυρίσουν πίσω στη Σπάρτη.[40] Όταν αργότερα έγινε οικονομικός έλεγχος για τη διαχείριση κρατικών χρημάτων, η δαπάνη 10 ταλάντων από το κρατικό ταμείο δεν θα μπορούσε τυπικά να δικαιολογηθεί, επειδή στα επίσημα έγγραφα αναφερόταν ότι τα χρήματα χρησιμοποιήθηκαν για «πολύ σοβαρό σκοπό», δηλαδή για τη δωροδοκία. Ωστόσο, καθώς ο σκοπός αυτός ήταν προφανής για τους ελεγκτές, η δαπάνη τελικά εγκρίθηκε.[41] Μετά την αποχώρηση των Σπαρτιατών, ο Περικλής επιτέθηκε στην Εύβοια και επανεγκατέστησε την τάξη στην περιοχή, τιμωρώντας τους γαιοκτήμονες της Χαλκίδας με αφαίρεση των κτημάτων τους. Στους κατοίκους της Ιστιαίας, που έσφαξαν ένα πλήρωμα μίας αθηναϊκής τριήρεως, επιβλήθηκε η τιμωρία της εκδίωξής τους από την περιοχή, όπου εγκαταστάθηκαν 2.000 Αθηναίοι άποικοι.[41] Η κρίση τελείωσε οριστικά με την Τριακονταετή Ειρήνη, τον χειμώνα του 446/445 π.Χ., με την οποία η Αθήνα διατήρησε τις περισσότερες κτήσεις που είχε από το 460 π.Χ., και συμφώνησε με τη Σπάρτη να μην προσπαθήσει η μία πόλη να κερδίσει συμμάχους, σε βάρος της άλλης.

Επανακατασκευή της Ακρόπολης των Αθηνών 

Ο Φειδίας επιδεικνύει τα έργα στον Παρθενώνα στους φίλους του, έργο του Λώρενς Άλμα-Ταντέμα, λάδι σε καμβά, 1868

Το 449 π.Χ., ο Περικλής πρότεινε την επανακατασκευή της Ακρόπολης των Αθηνών, που είχε καταστραφεί από την επιδρομή του Ξέρξη στην Αθήνα το 480 π.Χ. Η Αθήνα ήταν το ηγετικό στέλεχος της Δηλιακής Συμμαχίας στα χρόνια πού ακολούθησαν μετά την περσική εισβολή, παίρνοντας το χρίσμα από την Σπάρτη, η οποία παραιτήθηκε για λόγους ευθιξίας από την ηγεσία της πανελλήνιας συμμαχίας, ανοίγοντας τον δρόμο για την εγκαθίδρυση της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, πρακτικά μίας de facto Αθηναϊκής Αυτοκρατορίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 454 π.Χ., οι Αθηναίοι μετέφεραν το ταμείο της συμμαχίας από την Δήλο που ήταν το κέντρο της συμμαχίας, στην Ακρόπολη των Αθηνών, παίρνοντας τα χρήματα της συμμαχίας υπό τον έλεγχο τους. Κάτι τέτοιο επέτρεψε την κατασκευή μνημείων παγκόσμιας κληρονομιάς, όπως ο Παρθενώνας και το Ερεχθείο, αλλά προκάλεσε πολλά μελλοντικά προβλήματα στην Αθήνα, λόγω της ολοένα και περισσότερο αυτοκρατορικής συμπεριφοράς της.

Η ανακατασκευή της ακρόπολης ξεκίνησε το 447 π.Χ., κατόπιν εισήγησης του Περικλή, ο οποίος προσωπικά παρότρυνε τους συμπολίτες του, στο πιο φιλόδοξο οικοδομικό έργο της κλασσικής αρχαιότητας. Για την κατασκευή μόνο του Παρθενώνα, χρειάστηκαν 5.000 τάλαντα τον πρώτο χρόνο κατασκευής του ναού, την κατασκευή του οποίου επέβλεπε ο ίδιος ο Περικλής. Το πεντελικό μάρμαρο το οποίο χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του Παρθενώνα, καθώς και γενικότερα της Ακρόπολης των Αθηνών, προκάλεσαν μελλοντικές αντιδράσεις από τις άλλες πόλεις της Δηλιακής Συμμαχίας. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι κατασκευές έργων εξαιρετικής καλλιτεχνικής ομορφιάς όπως ο Παρθενώνας και το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς, οδήγησαν στη χαλάρωση της Αθηναϊκής Ηγεμονίας. Ο Παρθενώνας χτίστηκε με 20.000 τόνους Πεντελικού Μαρμάρου και η διάρκεια κατασκευής του κράτησε 15 χρόνια. Κάποια έργα του Περικλή παρέμειναν ανολοκλήρωτα λόγω του Πελοποννησιακού Πολέμου που ξέσπασε στη διάρκεια της κατασκευής τους, και του ανταγωνισμού του Περικλή με τους πολιτικούς του, αντιπάλους.

Η οριστική ήττα των Συντηρητικών

Το 444 π.Χ., η δημοκρατική παράταξη του Περικλή και η συντηρητική του πολιτικού Θουκυδίδη βρέθηκαν σε ευθεία αντιπαράθεση για την εξουσία. Ο νέος και φιλόδοξος ηγέτης των συντηρητικών, συγγενής του Κίμωνα, Θουκυδίδης, κατηγόρησε τον Περικλή για κατασπατάληση των χρημάτων της Πολιτείας, για την ανοικοδόμηση των μεγάλων έργων της Αθήνας, που ο ίδιος επέβλεπε. Ο Θουκυδίδης κατάφερε στην αρχή να πάρει με το μέρος του τον λαό, στην Εκκλησία του Δήμου, αλλά αυτή η επιτυχία ήταν μικρή σε χρονική διάρκεια, καθώς ο Περικλής, όταν ανέβηκε στο βήμα, δήλωσε ότι θα αποπληρώσει τα έργα με χρήματα από τη δική του περιουσία, με τον όρο να χαραχθεί το όνομά του επάνω στα έργα.[42] Η δήλωσή του ανταμείφθηκε με χειροκροτήματα από το κοινό της Εκκλησίας του Δήμου. Όπως είπε ο πολιτικός και ολυμπιονίκης παλαιστής Θουκυδίδης αργότερα:

Ακόμη και εάν τον έριχνα κάτω με τις ικανότητες πάλης που έχω, αυτός θα το αρνιόταν και θα το αρνιόταν τόσο υπομονετικά και εμφατικά, έτσι ώστε ακόμη και αυτοί που θα έβλεπαν να τον ρίχνω κάτω, θα είχαν πειστεί ότι ποτέ δεν τον έριξα κάτω

Ο Θουκυδίδης γνώρισε μία μεγάλη και αναπάντεχη ήττα. Το 442 π.Χ., εξοστρακίστηκε για δέκα χρόνια από την Αθήνα, γεγονός που έκανε τον Περικλή, ξανά, απόλυτο ηγέτη της Αθήνας, σχεδόν μέχρι το θάνατό του.[42] Όπως είπε ο ιστορικός και σύγχρονος του Περικλή, Θουκυδίδης:

(Η Αθήνα) ήταν κατ' όνομα δημοκρατία και στην πραγματικότητα, το πολίτευμα ενός άνδρα

Αθηναϊκή Ηγεμονία 

Η Ακρόπολη των Αθηνών, μεγάλο μέρος της οποίας αποπερατώθηκε την εποχή του Περικλή

Ο Περικλής ήθελε να επιβάλει και να σταθεροποιήσει την ηγεμονία της Αθήνας, και την ισχυρή επιρροή της στα εσωτερικά πράγματα άλλων πόλεων-κρατών. Η διαδικασία η οποία μετέτρεψε τη Δηλιακή Συμμαχία, μετά την αποχώρηση της Σπάρτης, σε Αθηναϊκή Ηγεμονία, θεωρείται ότι άρχισε ήδη πολύ πριν την ενασχόληση του Περικλή με την πολιτική ζωή στην Αρχαία Αθήνα. Διάφορες πόλεις-κράτη της Δηλιακής Συμμαχίας, προτιμούσαν να πληρώνουν ετήσιο φόρο στη συμμαχία, πρακτικά στην Αθήνα, παρά να εφοδιάζουν τη συμμαχία με πολεμικά πλοία, κάτι πού ήταν σαφώς δυσκολότερο. Η μετατροπή της Δηλιακής Συμμαχίας σε Αθηναϊκή Ηγεμονία έγινε σαφώς εμφανέστερη στα χρόνια του Περικλή, λόγω της στρατηγικής και των μέτρων που πήρε ο Περικλής, για να ενδυναμώσει την θέση των Αθηνών. Το τελικό βήμα της επιβολής της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, πιθανώς ήρθε μετά την παταγώδη αποτυχία της εκστρατείας στην Αίγυπτο, που οδήγησε πόλεις της συμμαχίας όπως η Μίλητος και η Ερυθραία να επαναστατήσουν εναντίον της αθηναϊκής κυριαρχίας. Πιθανό είναι οι πόλεις της Δηλιακής Συμμαχίας να επαναστάτησαν λόγω της θέλησης να λάβουν μεγαλύτερο μερίδιο από το συμμαχικό ταμείο. Μετά τη μεταφορά του συμμαχικού ταμείου από τη Δήλο, το 454/453 π.Χ.,[44] η Αθήνα είχε καταφέρει να επανακτήσει τον έλεγχο στους συμμάχους της, στη Μίλητο και στην Ερυθραία μέχρι το 449 π.Χ., το αργότερο. Το 447 π.Χ., ο Κλέαρχος πρότεινε την εφαρμογή του ασημένιου νομίσματος, με μέτρα και σταθμά για όλους τους συμμάχους των Αθηνών. Σύμφωνα με τη συμφωνία, το πλεόνασμα από την κατασκευή των νομισμάτων θα διοχετευόταν σε «ειδικά έργα», και οποιοσδήποτε πρότεινε τη χρήση των χρημάτων για άλλους σκοπούς θα τιμωρούνταν με την ποινή του θανάτου.[45] Το 449 π.Χ., ο Περικλής ζήτησε να επιτραπεί η χρήση 9.000 ταλάντων, ποσό πολύ μεγάλο για την εποχή εκείνη, για την ανακατασκευή της Ακρόπολης των Αθηνών, συμπεριλαμβανομένου των Προπυλαίων, του Παρθενώνα και του χρυσελεφάντινου αγάλματος της Αθηνάς από τον γλύπτη και φίλο του Φειδία. Ο ακαδημαϊκός Άγγελος Βλάχος υποστηρίζει ότι χρήση των χρημάτων του ταμείου της συμμαχίας συνιστά μία από τις μεγαλύτερες καταχρήσεις της ιστορίας, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ωστόσο μερικά από τα ωραιότερα μνημεία του αρχαίου κόσμου. 

Πόλεμος της Σάμου 

Ο πόλεμος της Σάμου ήταν ένα από τα τελευταία στρατιωτικά γεγονότα στα οποία ήταν αναμειγμένη η Αθήνα πριν από την έναρξη του Πελοποννησιακού Πολέμου. Μετά τον εξοστρακισμό του Θουκυδίδη, ο Περικλής έγινε Στρατηγός και πάλι, που ήταν και η μοναδική επίσημη πολιτική θέση που κατείχε. Η επιρροή του στα πράγματα της Αθήνας και της Αθηναϊκής Ηγεμονίας, ήταν όμως τόσο μεγάλη που πρακτικά ήταν ο απόλυτος και αδιαμφισβήτητος ηγέτης των Αθηνών. Το 440 π.Χ. είχε ξεσπάσει πόλεμος μεταξύ της Σάμου και της Μίλητου, για τον έλεγχο της Πριήνης, μίας αρχαίας πόλης κοντά στην Μυκάλη. Οι Μιλήσιοι ζήτησαν την βοήθεια των Αθηνών να σταματήσουν τον πόλεμο. Όταν οι Σάμιοι αρνήθηκαν να σταματήσουν τον πόλεμο, παρά την απαίτηση των Αθηναίων για κάτι τέτοιο,[47] ο Περικλής πέρασε[48] ένα ψήφισμα εναντίον των Σαμίων, σύμφωνα με το οποίο παρά τη διαταγή προς τους Σάμιους να σταματήσουν τις πολεμικές συγκρούσεις με τους Μιλήσιους, εκείνοι δεν πειθάρχησαν, δίνοντας στην Αθήνα το δικαίωμα να επιβάλει την τάξη.ε[>] Σε ναυμαχία εναντίον των Σαμίων, οι Αθηναίοι με ηγέτη τον Περικλή και εννέα ακόμη στρατηγούς, συμπεριλαμβανομένου και του Σοφοκλή, κέρδισαν τη μάχη και επέβαλαν μία φιλοαθηναϊκή κυβέρνηση στη Σάμο. Όταν οι Σάμιοι επαναστάτησαν, ο Περικλής υποχρέωσε τους ηγέτες της Σάμου να παραδοθούν μετά από οκτάμηνη σκληρή πολιορκία, η οποία προκάλεσε αγανάκτηση στους Αθηναίους ναύτες.[49] Κατόπιν, ο Περικλής κατέπνιξε άλλη μία εξέγερση στο Βυζάντιο, και επέστρεψε στην Αθήνα, όπου απέδωσε τιμές στους πεσόντες Αθηναίους που πολέμησαν στην Σάμο και στο Βυζάντιο. 

Μεταξύ του 438 και 436 π.Χ. ο Περικλής οδήγησε τον αθηναϊκό στόλο στις όχθες του Πόντου, όπου δημιούργησε δεσμούς φιλίας με τις ελληνικές παραθαλάσσιες πόλεις της περιοχής.  Ο Περικλής ασχολήθηκε επίσης με την εσωτερική ενδυνάμωση των Αθηνών, με την κατασκευή του «Μεσαίου Τείχους» το 440 π.Χ. και με τη δημιουργία νέων κληρουχιών στην Άνδρο, στη Νάξο και στους Θούριους της Κάτω Ιταλίας το 444 π.Χ., που χτιζόταν με πρωτοβουλία του Περικλή στη θέση της ξακουστής Σύβαρης, η οποία είχε καταστραφεί το 510 π.Χ. στον πόλεμο με τον Κρότωνα. Σημαντική κληρουχία δημιουργήθηκε επίσης στην Αμφίπολη της Μακεδονίας, μεταξύ 437 π.Χ. και 436 π.Χ.[52]

                                Αλέξανδρος ο Μέγας

Ο Μέγας Αλέξανδρος (Αρχαία Πέλλα, Ιούλιος 356 π.Χ. - Βαβυλώνα, 10 Ιουνίου 323 π.Χ.), κοινώς γνωστός ως Αλέξανδρος ο Μέγας ή Αλέξανδρος Γ΄ ο Μακεδών, ήταν Έλλην Βασιλεύς του Βασιλείου της Μακεδονίας, αυτοκράτορας της Μακεδονικής αυτοκρατορίας (μετά την εκστρατεία του) και μέλος της δυναστείας των Αργεαδών. Ήταν ο ηγεμόνας της Πανελλήνιας Συμμαχίας κατά της Αχαιμενιδικής αυτοκρατορίας. Οι κατακτήσεις αποτέλεσαν τον θεμέλιο λίθο της Ελληνιστικής εποχής των βασιλείων των Διαδόχων και Επιγόνων του.

Γεννήθηκε στην Πέλλα της Μακεδονίας τον Ιούλιο του έτους 356 π.Χ.. Γονείς του ήταν ο βασιλιάς Φίλιππος Β' της Μακεδονίας και η πριγκίπισσα Ολυμπιάδα της Ηπείρου. Ως βασιλιάς της Μακεδονίας, συνέχισε το έργο του πατέρα του, Φιλίππου Β', και του παππού του, Αμύντα Γ', ικανών στρατηγών, πολιτικών και διπλωματών, οι οποίοι διαδοχικά αναμόρφωσαν το μακεδονικό βασίλειο και το εξέλιξαν σε σημαντική δύναμη του ελληνικού κόσμου, και με τη σειρά του ο Αλέξανδρος το διαμόρφωσε σε παγκόσμια υπερδύναμη. Ως Μακεδόνας είχε συνείδηση της ελληνικής του καταγωγής.[6] Υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους στρατηγούς στην ιστορία, και κατά την περίοδο των 13 ετών της βασιλείας του (336 - 323 π.Χ.) κατέκτησε το μεγαλύτερο μέρος του τότε γνωστού κόσμου προς την ανατολή (Μικρά Ασία, Περσία, Αίγυπτο κλπ), φτάνοντας στις παρυφές της Ινδίας, και χωρίς να έχει ηττηθεί σε μάχη που ο ίδιος συμμετείχε.[7] Οι Αλεξανδρινοί χρόνοι αποτελούν το τέλος της κλασικής αρχαιότητας και την απαρχή της περιόδου της παγκόσμιας ιστορίας γνωστής ως Ελληνιστικής.

Η συνολική επικράτεια της αυτοκρατορίας του, στη μεγαλύτερή της έκταση κατά το 323 π.Χ., υπολογίζεται σε 5.200.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα, και περιλάμβανε κομμάτια από 26 σημερινές χώρες (Ελλάδα, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία, Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Τουρκία, Κύπρος, Αίγυπτος, Αφγανιστάν, Ιράκ, Ιράν, Ισραήλ, Ινδία, Ιορδανία, Καζακστάν, Κουβέιτ, Κιργιστάν, Λίβανος, Ουζμπεκιστάν, Πακιστάν, Σαουδική Αραβία, Συρία, Τατζικιστάν και Τουρκμενιστάν).

Πέθανε στη Βαβυλώνα, στο παλάτι του Ναβουχοδονόσορα Β' στις 10 Ιουνίου του 323 π.Χ., σε ηλικία 32 ετών. Το σύνολο της επιρροής του, συχνά τον κατατάσσει μεταξύ των κορυφαίων παγκοσμίων προσωπικοτήτων όλων των εποχών με τη μεγαλύτερη επιρροή, μαζί με τον δάσκαλο του Αριστοτέλη. 

Γέννηση 

Αλέξανδρος και Ολυμπιάδα

Ο Αλέξανδρος του Φιλίππου Β' και της Ολυμπιάδας, γεννήθηκε τον Ιούλιο του 356 π.Χ. , πιθανώς την 20η ή 26η Ιουλίου, στην Πέλλα, πρωτεύουσα του μακεδονικού κράτους.   Σύμφωνα με την παράδοση, γεννήθηκε την ίδια νύχτα που ο Ηρόστρατος πυρπόλησε τον ναό της Άρτεμης στην Έφεσο, με τους μάντεις και ιερείς να ερμηνεύουν το γεγονός ως οιωνό της υποταγής της Ασίας. 

Σύμφωνα με την παράδοση, η γενεαλογία του ανάγεται σε δύο κεντρικές μορφές της αρχαίας ελληνικής παράδοσης, αυτή του ημίθεου Ηρακλή, ο οποίος υπήρξε γενάρχης της δυναστείας των Αργεαδών Μακεδόνων, και αυτή του ήρωα Αχιλλέα, ο γιος του οποίου, ο Νεοπτόλεμος, ίδρυσε τον βασιλικό οίκο των Μολοσσών, μέλος του οποίου ήταν η μητέρα του Ολυμπιάδα.  Η θρυλούμενη καταγωγή του Αλέξανδρου συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του, από τα πρώτα έτη του βίου του.

Όψη και εμφάνιση 

Ο Αλέξανδρος αναφέρεται πως είχε ένα γαλάζιο και ένα καφέ μάτι,[14][15][16][17] εμφανίζοντας το γενικά σπάνιο στους ανθρώπους φαινόμενο της ετεροχρωμίας όπου οι ίριδες των ματιών διαφέρουν σε χρώμα μεταξύ τους.

Επίσης περιγράφεται πως είχε μια ελαφριά κλίση του κεφαλιού του προς τα πάνω με αριστερή κατεύθυνση[18][19], πιθανώς λόγω του τραυματισμού του από χτύπημα ροπάλου στον λαιμό κατά την πολιορκία του κάστρου των Ιλλυριών το 335 π.Χ., ή ως φυσικό σύμπτωμα σκολίωσης. Ως προς το ύψος του, περιγράφεται γενικά ως κάτω του μέσου όρου για το περιβάλλον του, αλλά ταυτόχρονα ήταν ογκώδης με πολύ μυώδη διάπλαση και βαριά φωνή.[20][16]

Οι αρχαίες πηγές γενικά συμφωνούν πως τα μαλλιά του ήταν ανοιχτόχρωμα (κατά τους Αιλιανό, Ιούλιο Βαλέριο, Λιβάνιο). Το δέρμα του επίσης ήταν ανοιχτόχρωμο με κάποια φυσική ερυθρότητα, ιδίως στο πρόσωπο και το στήθος. Τα γένια του ήταν αραιά οπότε τα ξύριζε, κάτι που τον έκανε να ξεχωρίζει στο άμεσο περιβάλλον του όπου οι περισσότεροι τα άφηναν να μακρύνουν. [21] Επίσης αναφέρεται πως η φυσική του οσμή ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη και έμενε στα ενδύματά του. (Πλούταρχος)

Παιδική και εφηβική ηλικία 

Ο Αλέξανδρος και ο δάσκαλος του, Αριστοτέλης

Το 349 π.Χ.[22] ο Λεωνίδας, συγγενής της Ολυμπιάδας, ανέλαβε την ευθύνη της ανατροφής του πρίγκιπα. Υπό την επίβλεψή του, ο Αλέξανδρος, διδάχτηκε αριθμητική, γεωμετρία, μουσική και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ιππασία. Αργότερα, ο Φίλιππος ανέθεσε τις σπουδές του γιου του, στον Αριστοτέλη, ο οποίος του δίδαξε ιστορία, αστρονομία, γεωγραφία, ιατρική, φιλολογία και πολιτικές επιστήμες, μαζί με τα υπόλοιπα νεαρά μέλη της μακεδονικής αριστοκρατίας. Η μαθητεία κοντά στον μεγάλο φιλόσοφο έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον χαρακτήρα του νεαρού Αλέξανδρου. 

Αυτήν την περίοδο, όπως παραδίδεται, ο Αλέξανδρος απέκτησε από έναν φίλο του Φιλίππου, τον Δημάρατο, τον Βουκεφάλα. Οι παρευρισκόμενοι στο παλάτι του Φίλιππου, θαύμασαν και προσπάθησαν να δαμάσουν τον Βουκεφάλα, όμως ο ένας μετά τον άλλον αποτύγχανε να δαμάσει το άλογο. Ο νεαρός Αλέξανδρος κατάλαβε ότι το άλογο τρόμαζε όταν έβλεπε τον ίσκιο του, έτσι με τη χρήση των χαλιναριών γύρισε το κεφάλι του Βουκεφάλα προς τον ήλιο, ώστε να μην βλέπει τον ίσκιο του και τελικά τον ηρέμησε.

Το 340 π.Χ. ο Αλέξανδρος σταμάτησε τις σπουδές του και γύρισε στην Πέλλα, όπου πήρε ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή της Μακεδονίας. Κατά τις εκστρατείες του ο Φίλιππος εμπιστευόταν την διοίκηση της Μακεδονίας στον Αλέξανδρο. Σε ηλικία 16 χρονών και ενώ ο πατέρας του έλειπε στο Βυζάντιο, κατέστειλε μια εξέγερση Μαιδών.  Κατά τη μάχη της Χαιρώνειας, το 338 π.Χ., ο Φίλιππος συνέτριψε τις ενωμένες δυνάμεις Αθηναίων και Θηβαίων, με τον Αλέξανδρο επικεφαλής του ιππικού. Μετά από την ήττα των Αθηναίων πήγε στην Αθήνα ως αντιπρόσωπος του πατέρα του. Στο συνέδριο της Κορίνθου που ακολούθησε τη μάχη της Χαιρωνείας, ο Φίλιππος εξελέγη «στρατηγός αυτοκράτωρ της Ελλάδος» εν όψει της εκστρατείας κατά των Περσών. 

Στα 337 π.Χ., ο Φίλιππος -σε ηλικία 48 ετών- μνηστεύθηκε την Κλεοπάτρα Ευριδίκη, ευγενή της Μακεδονίας. Η Ολυμπιάδα ένιωσε όχι μόνο προσβεβλημένη και πως το γόητρό της καταρρακώθηκε, αλλά, αν η Κλεοπάτρα έδινε γιο στον Φίλιππο, εκείνος θα εκτόπιζε τον Αλέξανδρο στη διαδοχή.[28] Αυτό προκάλεσε αναστάτωση στις, μέχρι τότε, αρμονικές σχέσεις του Αλέξανδρου με τον πατέρα του. Η Ολυμπιάδα παρέμεινε στα διαμερίσματά της κατά τη γιορτή του γάμου, αλλά ο Αλέξανδρος παρευρέθηκε εκεί, χάνοντας σταδιακά την αυτοκυριαρχία του. Ο Άτταλος θείος της νύφης προσέβαλε σε μια πρόποσή του τον Αλέξανδρο και αυτός του πέταξε ένα κύπελλο.[28] Ο Φίλιππος προσπάθησε να επιβάλει την τάξη, αλλά είχε πιεί πολύ κρασί και το κουτσό του πόδι τον πρόδωσε. Ο Αλέξανδρος χλεύασε τον πατέρα του, πως ενώ υποτίθεται πως θα οδηγούσε τον στρατό του από την Ελλάδα στην Ασία αυτός δεν μπορούσε να περπατήσει από την μια άκρη στην άλλη, και βγήκε από την αίθουσα.  Αργότερα, αποσύρθηκε στην Ήπειρο μαζί με τη μητέρα του.  Ωστόσο, ο Αλέξανδρος επέστρεψε στο ανάκτορο και συμφιλιώθηκε με τον Φίλιππο, αλλά η Ολυμπιάδα παρέμεινε στην Ήπειρο.

Το 336 π.Χ. ο Φίλιππος πάντρεψε μια από τις κόρες του με το βασιλιά της Ηπείρου και αδελφό της Ολυμπιάδας, Αλέξανδρο. Οργανώθηκε βασιλική γιορτή στις Αιγές, με παρελάσεις και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις. Καθώς ο Φίλιππος έμπαινε στο στάδιο για να κηρύξει τους αγώνες, ένας από τους σωματοφύλακες του, ο Παυσανίας, βγήκε μπροστά του και τον δολοφόνησε, και στην καταδίωξη που ακολούθησε δολοφονήθηκε και ο ίδιος. 


Ανάληψη εξουσίας στη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα 

Το βασίλειο της Μακεδονίας -ερυθρά περιοχή- αμέσως μετά τον θάνατο του Φιλίππου Β΄. Η Κορινθιακή συμμαχία απεικονίζεται με κίτρινο.

Όταν δολοφονήθηκε ο Φίλιππος, ο Αλέξανδρος ήταν μονάχα 20 ετών και φαινόταν τρωτός. Μολαταύτα, συγκρότησε τη δική του σωματοφυλακή, και κινήθηκε γρήγορα εξουδετερώνοντας όλους τους πιθανούς διεκδικητές του θρόνου, τον οποίο και κατέλαβε. Εισέβαλε μετά στη Θεσσαλία και προχώρησε προς νότο αναγνωριζόμενος από όλους. Δεν εκδηλώθηκε καμιά επαναστατική κίνηση και το φθινόπωρο του 336 το συνέδριο της Κορίνθου τον ανακήρυξε, όπως είχε ανακηρύξει και τον Φίλιππο, «στρατηγό αυτοκράτορα της Ελλάδος» για την εναντίον των Περσών εκστρατεία.[32][33] Κατά τον Πλούταρχο, στην Κόρινθο ο Αλέξανδρος συνάντησε και τον κυνικό φιλόσοφο Διογένη ωστόσο πολλοί νεότεροι ιστορικοί αμφισβητούν την ιστορικότητα αυτού του γεγονότος, κατατάσσοντάς το στη μεταγενέστερη ανεκδοτολογία που πλάστηκε για τον μακεδόνα βασιλιά 

Πριν αρχίσει την εκστρατεία, πήγε να πάρει χρησμό από τους Δελφούς, που όμως εκείνη τη μέρα η Πυθία δεν χρησμοδοτούσε. Ο Αλέξανδρος μη θέλοντας να φύγει χωρίς χρησμό τράβηξε την ιέρεια προς το μαντείο, προσπαθώντας να την πείσει. Αυτή μη μπορώντας να του αντισταθεί φέρεται να του είπε, «Παιδί μου, είσαι ακαταμάχητος!» και ο έτσι ο Αλέξανδρος πήρε τον χρησμό που ήθελε. Την άνοιξη του 335 π.Χ. εξεστράτευσε εναντίον των Ιλλυριών και Τριβαλλών, προελαύνοντας από την Αμφίπολη μέχρι τον Αίμο σε διάστημα δέκα ημερών. Αφού νίκησε τους εκεί Θράκες, προχώρησε προς τον Δούναβη, νίκησε τους Τριβαλλούς και επιχείρησε επιδρομή κατά των Γετών, την οποία όμως αναγκάστηκε να διακόψει λόγω εξέγερσης των Ιλλυριών. Μετά στράφηκε προς τον νότο και υπέταξε τους Αγριάνες και τους Παίονες, εξασφαλίζοντας την πλήρη κυριαρχία στην περιοχή 

Όσο καιρό ο Αλέξανδρος πολεμούσε στον βορρά, οι Θηβαίοι ξεκίνησαν πόλεμο και πολιόρκησαν τη μακεδονική φρουρά της Καδμείας, ενώ και στην Αθήνα και άλλες πόλεις επικράτησε αναβρασμός που προκαλούσαν οι αντιμακεδονικοί διαδίδοντας φήμες ότι ο Αλέξανδρος είναι νεκρός.  Ο Αλέξανδρος, δρώντας αστραπιαία, διένυσε τα 500 χιλιόμετρα από την Ιλλυρία στη Θήβα σε δώδεκα μέρες.[38] Εκεί, μετά από σύντομη αλλά σθεναρή αντίσταση των Θηβαίων, κατόρθωσε να επικρατήσει. Ακολούθως συγκάλεσε το Κοινό των Ελλήνων για να αποφασίσει την τιμωρία της Θήβας, την οποία εφάρμοσε διατάζοντας τον θάνατο έξι χιλιάδων Θηβαίων, με τους υπόλοιπους τριάντα χιλιάδες κατοίκους να πωλούνται ως δούλοι. Επίσης, ισοπέδωσε την πόλη, με εξαίρεση το σπίτι του ποιητή Πινδάρου  Τόσο τρομερή ήταν η καταστροφή, ώστε ο Αλέξανδρος πήγε προσκυνητής στους Δελφούς για να εξιλεωθεί.[41] Μετά από αυτό, καμία πόλη δεν αψήφησε ανοιχτά τον νεαρό βασιλιά της Μακεδονίας.

Διασώζεται επίσης και η εξής ιστορία: Όσο βρισκόταν στη Θήβα ο Αλέξανδρος, μερικοί στρατιώτες του έφεραν μπροστά του μια γυναίκα με το όνομα Τιμόκλεια, η οποία είχε ρίξει έναν Θράκα διοικητή στο πηγάδι, όταν αυτός της ζήτησε να πλαγιάσει μαζί της καθώς και την περιουσία της. Ο Αλέξανδρος αφού την άκουσε, θαύμασε το θάρρος της και διέταξε να αφήσουν αυτήν και την οικογένειά της ελεύθερη. 

Οι εκστρατείες 

Κύριο λήμμα: Πόλεμοι του Μεγάλου ΑλεξάνδρουΕκστρατείες του Μεγάλου Αλεξάνδρου με πορεία κατεύθυνσης, απεικόνιση των σχηματισμών των κύριων μαχών και χρωματική επισήμανση των ιδρυθεισών πόλεων.

Σκοπός 

Την εκστρατεία κατά των Περσών, είχε ήδη αποφασίσει να θέσει σε λειτουργία, μόλις ανέβηκε στον θρόνο της Μακεδονίας. Ο πατέρας του, Φίλιππος, είχε ήδη βάλει τις βάσεις αυτού του σχεδίου και του είχε μάθει από παιδί να μην έχει τίποτα άλλο στον νου του παρά αυτόν τον σκοπό[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο Φίλιππος αφού είχε νικήσει τους Ιλλυριούς και τους Θράκες, τους Παίονες και τους Σκύθες, δημιούργησε μετά την Μάχη της Χαιρώνειας μια ομοσπονδία από ελληνικά κράτη (Συνέδριο Κορίνθου)  για την απελευθέρωση των ελληνικών πόλεων της Μικράς Ασίας και την τιμωρία των απογόνων του Ξέρξη. Ο Φίλιππος, Έλληνας και ο ίδιος, ήθελε τους υπόλοιπους Έλληνες στο πλευρό του για την σχεδιαζόμενη εκστρατεία κατά των Περσών και ήθελε να αφήσει μια σταθερή Ελλάδα πίσω του όταν ξεκινούσε την εκστρατεία.[44] Η δολοφονία του Φίλιππου άφησε στα χέρια του 20χρονου Αλέξανδρου την αποστολή αυτή.

Η ιδέα της εκστρατείας στην Ασία έναντι των Περσών προϋπήρχε από αρκετό καιρό.[εκκρεμεί παραπομπή] Κατά τους Περσικούς πολέμους, πάνω από έναν αιώνα πριν την εποχή του Αλεξάνδρου, και μετά τις νίκες των Πλαταιών και της Μυκάλης το 479, ο πόλεμος πήρε επιθετική μορφή (478-466) με πρωτεργάτη τον Κίμωνα και λαμπρές[ασαφές] επιτυχίες, με αποκορύφωμα τη νίκη στον Ευρυμέδοντα. Από το 399 μέχρι το 394, οι Σπαρτιάτες ταλαιπωρούσαν τους Πέρσες στη Μικρά Ασία. Ο Αγησίλαος μάλιστα, προσπάθησε να δώσει πανελλήνιο χαρακτήρα στην εκστρατεία του, θυσιάζοντας στην Αυλίδα, όπως ο Αγαμέμνων.  Η ιδέα λοιπόν της τελικής επίθεσης εναντίον του περσικού κράτους ήταν διάχυτη κι έμενε να βρεθεί αυτός που θα την πραγματοποιούσε. Προορισμένος[ασαφές] γι' αυτό φάνηκε ο Φίλιππος, ο οποίος είχε προπαγανδίσει με επιτυχία την ιδέα της τιμωρίας των Περσών, για όσα διέπραξαν κατά της Ελλάδος στους Περσικούς πολέμους.[46] Προς τον Φίλιππο, ο Αθηναίος ρήτορας Ισοκράτης, ο θεωρητικός της πανελλήνιας κατά της Ασίας εκστρατείας, έγραφε: «τον δε βασιλέα τον νυν μέγαν προσαγορευόμενον καταλύειν επιχειρήσεις, ίνα την τε σεαυτού δόξαν μείζω ποιήσης και τοις Έλλησιν υποδείξης, προς ον χρή πολεμείν». «Και όλοι» γράφει σε άλλο σημείο ο Ισοκράτης «με παρακαλούν να σε προτρέψω να επιμείνεις στα σχέδιά σου, γιατί δεν μπορούν να διαπραχθούν καλύτερα και ωφελιμότερα έργα για τους Έλληνες»

Η δολοφονία του το 336 π.Χ., απέτρεψε τον Φίλιππο από το να ηγηθεί αυτής της εκστρατείας. Έτσι το έργο αυτό ανέλαβε ο Αλέξανδρος, ο οποίος είχε προετοιμαστεί για τα έργα που ανέφερε ο Ισοκράτης, που ανήγαγε την καταγωγή του Αλεξάνδρου στον μυθολογικό Αχιλλέα[48] και είχε την Ιλιάδα πάντα κάτω από το προσκέφαλό του.[49]


Κατάκτηση της Μικράς Ασίας (334 - 333 π.Χ.) 

Κύρια λήμματα: Μάχη του Γρανικού, Πολιορκία της Μιλήτου και Πολιορκία της Αλικαρνασσού

Μετά τη διάβαση του Ελλησπόντου, βρέθηκε στα ακρογιάλια της Αιολίδας, εκεί που βρίσκονται σήμερα τα βορειοδυτικά παράλια της Τουρκίας. Αμέσως μετά την απόβαση του στρατού, τέλεσε θυσίες και επισκέφτηκε την Τροία.

Αναπαράσταση της μάχης του Γρανικού, όπου ο Κλείτος ο Μέλας διακρίνεται στο κέντρο δίπλα από τον Αλέξανδρο να τον σώζει από το χτύπημα του Σπιθριδάτη - Σαρλ Λε Μπραν, 17ος αιώνας, Λούβρο

Ο Αλέξανδρος οδήγησε τον στρατό του στον ποταμό Γρανικό, όπου περίμεναν για να δώσουν μάχη οι περσικές δυνάμεις, οδηγούμενες από τους τοπικούς σατράπες και τον Μέμνονα τον Ρόδιο. Η μάχη του Γρανικού, που έγινε τον Μάιο του 334 π.Χ. ανέδειξε νικητή τον Αλέξανδρο. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος κινδύνευσε, αλλά σώθηκε από την παρέμβαση του Κλείτου,  και κατόπιν οι Πέρσες αιφνιδιάστηκαν από το μακεδονικό ιππικό που διέσχισε τον ποταμό και τράπηκαν σε φυγή. Οι απώλειες των Μακεδόνων ήταν μόνο 110 άνδρες, ενώ ανάμεσα στους Πέρσες νεκρούς υπήρξαν και πολλοί άρχοντές τους.

Η ήττα των Περσών άνοιξε τον δρόμο στον Αλέξανδρο για την κατάκτηση όλης της Μικράς Ασίας. Οι Σάρδεις και η Έφεσος παραδόθηκαν. Η Μίλητος και η Αλικαρνασσός αντιστάθηκαν, αλλά τελικά κατακτήθηκαν μετά από πολιορκία. Πάνω από τριάντα πόλεις της Λυκίας παραδόθηκαν,  ενώ κατακτήθηκε και η Παμφυλία. Διαμέσου των υψιπέδων της Πισιδίας και της Φρυγίας, ο Αλέξανδρος έφτασε στο Γόρδιον, όπου έλυσε τον Γόρδιο δεσμό. Σύμφωνα με τον τότε θρύλο, όποιος έκανε κάτι τέτοιο θα κατακτούσε ολόκληρη την Ασία.[56] Πέρασε τον χειμώνα παρακολουθώντας τις κινήσεις των Περσών και ετοιμάζοντας τις δυνάμεις του για νέα εξόρμηση. Στις ιωνικές πόλεις που κατέκτησε, κατάργησε τα ολιγαρχικά και τυραννικά πολιτεύματα που είχαν επιβάλει οι Πέρσες και εγκατέστησε δημοκρατίες, καταργώντας παράλληλα τη βαριά φορολογία.

Λίβανος και Συρία 

Κύρια λήμματα: Μάχη της Ισσού και Πολιορκία της Τύρου333 π.Χ. Γόρδιο, Μάχη της Ισσού

Την άνοιξη του 333 π.Χ. ο Μακεδόνας βασιλιάς κατέλαβε την Καππαδοκία και προωθήθηκε προς τις Κιλίκιες πύλες. Παρέμεινε όμως στην Ταρσό μέχρι τον Οκτώβριο για να αναρρώσει από μια βαριά ασθένεια.  Για να εξασφαλίσει την κυριαρχία στη θάλασσα, ξεκίνησε πορεία προς τη Φοινίκη όπου ήταν η βάση του ναυτικού των Περσών. Ο Δαρείος Γ΄ συγκέντρωσε τεράστιες δυνάμεις στη Βαβυλώνα, με διοικητή τον ίδιο και κινήθηκε προς την Κιλικία εναντίον του Αλέξανδρου. Ο Αλέξανδρος διέβη τις Κιλίκιες πύλες για να συναντήσει τον Δαρείο Γ΄, ο οποίος όμως κατάφερε να φέρει τον στρατό του στα νώτα του Αλεξάνδρου.

Ο Αλέξανδρος νικά τον Δαρείο στη μάχη της Ισσού. Ψηφιδωτό από την Πομπηία, αντίγραφο ελληνικού πρωτοτύπου, Αρχαιολογικό Μουσείο Νάπολης.

Η μάχη δόθηκε στην αμμώδη πεδιάδα της Ισσού. Ο Αλέξανδρος κατόρθωσε να ανοίξει ρήγμα στην παράταξη του περσικού στρατού και το ιππικό του με επικεφαλής τον ίδιο, πραγματοποίησε πλευρική επίθεση και βρέθηκε στα νώτα του Δαρείου Γ΄. Ο Δαρείος Γ΄ τράπηκε σε φυγή, αφήνοντας στα χέρια του νικητή τη σκηνή, τη μητέρα, τη σύζυγό του και πολλά λάφυρα.[58]

Μετά τη νίκη του στην Ισσό, η προέλαση συνεχίστηκε με την υποταγή των φοινικικών πόλεων Αράδου, Βύβλου και Σιδώνας. Τα φοινικικά, ροδιακά και κυπριακά πλοία μπήκαν πλέον υπό τις διαταγές του Αλέξανδρου και έτσι εξασφάλισε τα νώτα του και τον έλεγχο όλης της ανατολικής Μεσογείου. Τον Ιούλιο του 332 π.Χ. κατάφερε, με πολλή δυσκολία και μετά από επτά μήνες πολιορκίας, την κατάληψη της Τύρου, όπου φέρθηκε με πρωτοφανή σκληρότητα προς τους κατοίκους της πόλης. Όσοι κάτοικοι επέζησαν (περίπου 30.000) πουλήθηκαν ως δούλοι. Κατά τον Αρριανό, σημαντικός λόγος για τη συμπεριφορά αυτή ήταν η ανίερη πράξη των Τυρίων να ανεβάσουν αιχμαλώτους στα τείχη τους και αφού τους σκοτώσουν να τους πετάξουν στη θάλασσα. Ωστόσο ο Αλέξανδρος άφησε ελεύθερο τον βασιλιά Αζέμιλκο, πολλούς άρχοντες και τους Καρχηδονίους πρέσβεις. Επίσης σεβάστηκε το ιερό του θεού Μελκάρτ, τον οποίο οι Έλληνες ταύτιζαν με τον Ηρακλή. 

Παλαιστίνη και Αίγυπτος 

 

332-331 π.Χ. Λίβανος, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτος, Ανατολικές σατραπείες

Στη συνέχεια, υπέταξε την Παλαιστίνη χωρίς προβλήματα εκτός από την άριστα οχυρωμένη πόλη της Γάζας η οποία δεν παραδόθηκε. Έτσι, ο στρατός του Αλεξάνδρου ξεκίνησε να κατασκευάζει αναχώματα, μέχρι να φτάσει το ύψος των τειχών. Στην τελική επίθεση που ακολούθησε, ο Αλέξανδρος κυρίευσε τη Γάζα. Κατά τη μάχη τραυματίστηκε στον ώμο, από ένα βέλος το οποίο διαπέρασε την ασπίδα και τον θώρακά του. Τους κατοίκους της Γάζας που επέζησαν τους πούλησε όλους ως δούλους[61].

Ο Αλέξανδρος συνέχισε την εκστρατεία του προς την Αίγυπτο, η οποία ήταν υπό την κυριαρχία των Περσών την εποχή εκείνη, όπου έγινε δεκτός ως ελευθερωτής. Σεβάστηκε τους αιγυπτιακούς θεούς και το 331 π.Χ. επισκέφτηκε το Μαντείο του Άμμωνα στην Όαση Σίβα, όπου οι ιερείς του έκαναν καλή υποδοχή. Τον ονόμασαν γιο του Άμμωνα, τίτλο που δέχτηκε και υιοθέτησε, κάτι που βοήθησε στην αποδοχή και λατρεία από τον τοπικό πληθυσμό γύρω από το πρόσωπό του. Από τότε ο Αλέξανδρος συχνά απεικονίζεται με κέρατα κριού, ώστε να αντιπροσωπεύεται η θεϊκή του καταγωγή.[62] Πριν την αναχώρησή του από την Αίγυπτο ίδρυσε στο Δέλτα του Νείλου μια νέα πόλη που ονόμασε Αλεξάνδρεια. Η πόλη έγινε σπουδαίο εμπορικό και πολιτιστικό κέντρο της Μεσογείου.

Κατάλυση της περσικής αυτοκρατορίας (331 - 330 π.Χ.) 

Προετοιμασία της εκστρατείας στο εσωτερικό του περσικού κράτους 

Την άνοιξη του 331 π.Χ.[63], ο Αλέξανδρος αποχώρησε με τον στρατό του από την Αίγυπτο, αφού πρώτα ολοκλήρωσε την πολιτική και στρατιωτική οργάνωσή της και εγκατέστησε σε αυτή μικρή στρατιωτική δύναμη κατοχής[64]. Επέστρεψε στην Τύρο όπου τον απασχόλησαν οι τάσεις ανεξαρτησίας τις οποίες είχαν εκδηλώσεις οι επαρχίες της Συρίας και της Παλαιστίνης, ενόσω αυτός απουσίαζε στην Αίγυπτο. Στα πλαίσια αυτών των κινήσεων, είχε ξεσπάσει επανάσταση των Σαμαρειτών, οι οποίοι έκαψαν ζωντανό τον διοικητή της Σαμάρειας, στρατηγό Ανδρόμαχο. Οι ένοχοι τιμωρήθηκαν αυστηρά και, για να διασφαλιστούν τα μετόπισθεν κατά τη διάρκεια της εκστρατείας στο εσωτερικό της Ασίας, ο Αλέξανδρος προχώρησε σε αλλαγές στους επικεφαλής των σατραπειών των εδαφών της Μικράς Ασίας και της Συρίας αλλά και σε νέα φορολογική οργάνωση των περιοχών αυτών. Ταυτόχρονα, απέσυρε τις μακεδονικές φρουρές της Χίου και της Κω και επέτρεψε σε ορισμένες ελληνικές πόλεις, όπως η Ταρσός, να κόψουν νόμισμα, επιβάλλοντας έτσι, σταδιακά, το νόμισμά του στις περιοχές που κατέκτησε, πράξη για την οποία σύγχρονος ιστορικός τον αποκάλεσε μεγαλεπήβολο οργανωτή. Επίσης, δέχθηκε αίτημα αθηναϊκής πρεσβείας για την απελευθέρωση των Αθηναίων αιχμαλώτων της μάχης του Γρανικού, επιθυμώντας να έχει την Αθήνα με το μέρος του.[63] Πριν την αναχώρηση του στρατεύματος, ετέλεσε και θυσίες στον Ηρακλή, τις οποίες συνόδευσαν γυμνικοί, μουσικοί, καθώς και αγώνες τραγωδίας, οι τελευταίοι με τη χορηγία των δύο βασιλέων της Κύπρου, κατά μίμηση του αθηναϊκού συστήματος των χορηγών.[63]

Νίκη στα Γαυγάμηλα, κατάληψη των Σούσων και διάβαση των Περσίδων Πυλών 

Κύριο λήμμα: Μάχη των Γαυγαμήλων

Στη Μεσοποταμία, ο Δαρείος Γ΄ συγκέντρωνε στρατό από τις ανατολικές επαρχίες, κατά το διάστημα που οι Μακεδόνες ήταν απασχολημένοι με την κατάκτηση της Φοινίκης και της Αιγύπτου.

Μετά την ολοκλήρωση των προετοιμασιών του, ο Αλέξανδρος έστειλε τον Παρμενίωνα στη Θάψακο, με εντολή να προετοιμάσει δύο ξύλινες γέφυρες κατασκευασμένες με βάρκες (λεμβόζευκτες) στον Ευφράτη. Οι γέφυρες δεν μπόρεσαν να ολοκληρωθούν πριν την άφιξη του κύριου όγκου του μακεδονικού στρατού, καθώς περσική δύναμη 3.000 ιππέων και 2.000 Ελλήνων μισθοφόρων, υπό τον σατράπη Μαζαίο, περίμενε στην απέναντι όχθη. 

Ο Αλέξανδρος πέρασε τον ποταμό Τίγρη, και έφτασε στο οροπέδιο των Γαυγαμήλων, περίπου 90 χλμ. από τα Άρβηλα (σημ. Ερμπίλ, στο ιρακινό Κουρδιστάν). Εκεί νίκησε για άλλη μια φορά τον περσικό στρατό, στην ομώνυμη μάχη των Γαυγαμήλων. Στη συνέχεια κατέλαβε τη Βαβυλώνα, της οποίας ανοικοδόμησε τα ιερά που είχε γκρεμίσει ο Ξέρξης, όπως αυτό του θεού Μαρδούκ. Προσέφερε μάλιστα θυσία στον Μαρδούκ, τηρώντας πανάρχαια παράδοση. 

Ο Δαρείος Γ΄ διέφυγε προς την Μηδία, και ο Αλέξανδρος προέλασε προς τα Σούσα, πρωτεύουσα του περσικού κράτους, η οποία παραδόθηκε χωρίς αντίσταση, από τον Πέρση σατράπη της Σουσιανής, Αβουλίτη. Εκεί βρήκε ποσότητα χρυσού, αργύρου και νομίσματα, αξίας 50.000 περίπου ταλάντων. Στα Σούσα δε εγκατέστησε τη μητέρα και την υπόλοιπη οικογένεια του Δαρείου και όρισε ο ίδιος τους δασκάλους των ελληνικών για τα παιδιά του Πέρση βασιλιά. Σατράπη της Σουσιανής άφησε τον Αβουλίτη, ορίζοντας όμως Μακεδόνες διοικητές του στρατού της σατραπείας. Επόμενος στόχος του ήταν η καταδίωξη του Δαρείου και η εισβολή στην Περσίδα (σημ. Φαρς). Η εκστρατεία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 330 π.Χ. Μετά τη διάβαση του ποταμού Πασιτίγρη (σημ. Καρούν, στο Ιράν), συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τους ορεσίβιους Ουξίους. Τελικά κατάφερε να τους αιφνιδιάσει, κυκλώνοντάς τους. Μετά την υποταγή τους, έστειλε μέρος του στρατεύματος και τις αποσκευές του, υπό τον Παρμενίωνα, από τον αμαξιτό δρόμο που οδηγούσε στην Περσέπολη. Ο ίδιος, επικεφαλής του μακεδονικού πεζικού, των εταίρων και των Αγριάνων και τοξοτών, ακολούθησε τον ταχύτερο δρόμο μέσα από τις ορεινές διαβάσεις του νοτίου Ζάγρου. Εκεί, στο φυσικό στενό το οποίο συνδέει τη Σουσιανή με την Περσίδα, και το οποίο οι αρχαίοι αποκαλούσαν Περσίδες Πύλες, συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τον σατράπη της Περσίδας, Αριοβαρζάνη. Ο Αριοβαρζάνης είχε χτίσει μέσα στο στενό τείχος, το οποίο υπεράσπιζε επικεφαλής δύναμης 25.000-40.000 πεζών και 300-700 ιππέων. Μετά από ανεπιτυχή κατά μέτωπο επίθεση, η οποία στοίχισε πολλές απώλειες στους Μακεδόνες, Πέρσες αιχμάλωτοι οδήγησαν το μεγαλύτερο μέρος του μακεδονικού στρατού, υπό τον Αλέξανδρο, μέσα από δύσβατο μονοπάτι και υπό αντίξοες συνθήκες, στα νώτα του Αριοβαρζάνη τον στρατό του οποίου εξολόθρευσε. 

Παράδοση και καταστροφή της Περσέπολης 

Αλέξανδρος. Μουσείο του Λούβρου

Μετά την διάβαση των στενών των Περσίδων Πυλών, ο Αλέξανδρος έσπευσε ταχύτατα προς την Περσέπολη, προκειμένου να μην επιτρέψει στη φρουρά της να φυγαδεύσει τους περσικούς βασιλικούς θησαυρούς. Τότε δέχτηκε γράμμα του Τιριδάτη, διοικητή της πόλης, με το οποίο ο δεύτερος τον πληροφορούσε ότι ήταν έτοιμος να του παραδώσει την Περσέπολη αν ο Αλέξανδρος προλάβαινε τους ανθρώπους του Δαρείου.[68] Τότε, πλησιάζοντας την πόλη, ο μακεδονικός στρατός συνάντησε, κατά τη διήγηση του Διόδωρου Σικελιώτη (όπως επίσης του Κούρτιου και του Ιουστίνου) ένα τραγικό θέαμα. Περίπου 800 ακρωτηριασμένοι άνθρωποι (στα χέρια ή στα πόδια ή τα αυτιά και τις μύτες), ηλικιωμένοι οι πιο πολλοί, βγήκαν να προϋπαντήσουν τον Αλέξανδρο, κρατώντας ικετηρίες (σύμβολο δυστυχίας, ικεσίας). Επρόκειτο για Έλληνες τεχνίτες, τους οποίους προηγούμενοι Πέρσες βασιλείς είχαν ακρωτηριάσει κρατώντας από τα μέλη τους μόνο αυτά που ήταν απαραίτητα για την τέχνη που ασκούσαν. Όλοι οι Μακεδόνες συμπόνεσαν εκείνους τους ανθρώπους, ο δε Αλέξανδρος προσφέρθηκε να φροντίσει να γυρίσουν στις πατρίδες τους, αν και τελικά αυτοί προτίμησαν να μείνουν στην Περσία, ενωμένοι, προκειμένου να αντέξουν πιο εύκολα τη δυστυχία τους. 

Όταν μπήκε στην πλούσια πόλη, ο Αλέξανδρος την άφησε στη διάθεση των στρατιωτών του για μία ολόκληρη μέρα κατά την οποία σημειώθηκε λεηλασία, καταστροφή των ιερών και ανήκουστη σφαγή. Η συμπεριφορά αυτή, κατά την Αθηνά Καλογεροπούλου (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους), έχει μείνει ανεξήγητη από τους νεότερους ιστορικούς, παρά την προσπάθεια να ερμηνευθεί ως αποτέλεσμα απόφασης στρατιωτικού συμβουλίου που συγκάλεσε ο Μακεδόνας βασιλιάς. Έχει ειπωθεί μάλιστα πως στο συμβούλιο αυτό αποφασίστηκε να λεηλατηθεί η πόλη αλλά όχι τα ανάκτορά της στην ακρόπολη και πως ο Παρμενίωνας διαφώνησε θεωρώντας την απόφαση ως προσβολή των αισθημάτων των ηττημένων.  Ακολούθησε, λίγο αργότερα, η νυχτερινή πυρπόληση των επιβλητικών ανακτόρων των Αχαιμενιδών. Την πράξη εκείνη, όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς, εκτός από τον Αρριανό, αποδίδουν σε προτροπή της εταίρας Θαΐδας, φίλης του Πτολεμαίου του Λάγου, η οποία έπεισε τους μεθυσμένους Μακεδόνες αξιωματούχους να πάρουν από έναν δαυλό και να κάψουν τα ανάκτορα, ως εκδίκηση για την καταστροφή των ελληνικών ιερών κατά τους Περσικούς πολέμους. Ο Αρριανός χαρακτηρίζει ακατανόητο τον εμπρησμό των ανακτόρων και απορρίπτει την εξήγηση της εκδίκησης μιας τόσο παλιάς πράξης. Η ιστορικότητα του περιστατικού με τη Θαΐδα δεν είναι αποδεκτή από πολλούς νεότερους ιστορικούς οι οποίοι προσπάθησαν να εξηγήσουν τον εμπρησμό των ανακτόρων ως πολιτική διακήρυξη του Αλεξάνδρου, με την οποία αποδείκνυε πως έληξε η εξουσία των Αχαιμενιδών ή πως εκδικούνταν την πυρπόληση του μεγάλου ιερού της Βαβυλώνας από τον Ξέρξη. Γενικά, η καταστροφή της Περσέπολης και των ανακτόρων της έχει χαρακτηριστεί πράξη σκληρή, άστοχη και αδικαιολόγητη και ως μελανή σελίδα στην ιστορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Κατά την Αθηνά Καλογεροπούλου, ίσως οδηγήθηκε στην απόφαση αυτή λόγω των αλληλοσυγκρουόμενων αισθημάτων που του προκάλεσαν η ισχυρή αντίσταση του Αριοβαρζάνη στις Περσίδες Πύλες, το θέαμα των ακρωτηριασμένων Ελλήνων, η επιδεικτική χλιδή των ανακτόρων και το αλαζονικό ύφος των περσικών επιγραφών στα ανάκτορα. Κατά την ίδια ιστορικό, αυτή ήταν η πρώτη από μια σειρά από απάνθρωπες πράξεις στις οποίες προέβη ο Αλέξανδρος, αν και ως τότε είχε δείξει, σε διάφορες περιπτώσεις, μεγαλοψυχία και ευαισθησία. 

Στην Περσέπολη βρήκε τον αυτοκρατορικό θησαυρό, αποτελούμενο, κατά τον Διόδωρο και τον Κούρτιο, από περίπου 120.000 τάλαντα σε χρυσό και ασήμι. Ένα μέρος από αυτό το ποσό κράτησε για τη συνέχιση του πολέμου και το υπόλοιπο το έστειλε στα Σούσα, όπου μπορούσε να φρουρηθεί αποτελεσματικότερα. Για τη μεταφορά στα Σούσα χρησιμοποιήθηκαν 10.00 ζευγάρια μουλαριών και 5.000 καμήλες. Ως σατράπη της Περσίδας διόρισε τον Πέρση Φρασαόρτη. 

Χάρτης των σατραπειών της Μακεδονικής αυτοκρατορίας

Καταδίωξη του Δαρείου 

Φεύγοντας από την Περσέπολη, ο Αλέξανδρος έφτασε στις Πασαργάδες, παλιά πρωτεύουσα της Περσίας η οποία παραδόθηκε επίσης χωρίς αντίσταση. Εκεί βρήκε άλλα 6.000 περσικά τάλαντα. Επισκέφθηκε τον τάφο του Κύρου και έδωσε εντολή να διακοσμηθεί εσωτερικά, ως δείγμα θαυμασμού προς τον Πέρση βασιλιά για τον οποίο φαίνεται πως είχε μάθει όταν μικρός διάβασε το έργο Κύρου παιδεία, του Ξενοφώντα.  Μετά από δύο μήνες ανάπαυσης του στρατού, προχώρησε προς τη Μηδία όπου βρίσκονταν τα Εκβάτανα (σημερινό Χαμαντάν), αναζητώντας τον Δαρείο Γ΄. Καταλαμβάνοντας τα Εκβάτανα περιήλθαν στα χέρια του και όλες οι εξουσίες στην Περσική Αυτοκρατορία. Σε αυτό το σημείο, ο σκοπός της εκστρατείας είχε ουσιαστικά τελειώσει. Η υποχρέωση των υπόλοιπων Ελλήνων συμμάχων του είχε τελειώσει κι έτσι έστειλε πίσω όσους επιθυμούσαν να μην τον ακολουθήσουν σε επόμενη εκστρατεία. Επίσης ανέθεσε στον Παρμενίωνα τη μεταφορά όλων των περσικών θησαυρών στην ακρόπολη των Εκβατάνων, όπου θα τους φρουρούσε ο Άρπαλος, παιδικός φίλος του Αλεξάνδρου, με φρουρά 6.000 ανδρών. Στη συνέχεια ο Παρμενίωνας θα παρέμενε στη Μηδία, με αρμοδιότητα να φρουρεί τα μετόπισθεν του Αλεξάνδρου. Η ανάθεση μη μάχιμου καθήκοντος στον Παρμενίωνα έχει αποδοθεί στην προχωρημένη, τότε, ηλικία του (70 ετών), ίσως και σε πιθανή διαφωνία του για την πρόθεση του Αλεξάνδρου να συνεχίσει την εκστρατεία στις ανατολικές σατραπείες 

Από τα Εκβάτανα, ο Αλέξανδρος συνέχισε με μεγάλη ταχύτητα την καταδίωξη του Δαρείου, αδυνατώντας όμως να τον συλλάβει. Όταν πέρασε τις Κασπίες Πύλες (στη νοτιοανατολική γωνία της Κασπίας Λίμνης), έφθασαν στο στρατόπεδό του άνθρωπο του Δαρείου οι οποίοι τον πληροφόρησαν πως ο σατράπης της Βακτρίας, Βήσσος, συνέλαβε τον Δαρείο Γ΄ και ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Περσίας από τους άλλους σατράπες και τους Βακτρίους. Από το πραξικόπημα του Βήσσου απείχαν οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου και η οικογένεια του Αρτάβαζου. Τότε ο Αλέξανδρος πήρε την απόφαση να κυνηγήσει τον Βήσσο και να συλλάβει ζωντανό τον Δαρείο, μπαίνοντας ο ίδιος επικεφαλής ελαφρού αποσπάσματος. Η καταδίωξη συνεχίστηκε ακόμη και μέσα στην άνυδρη έρημο, με ολονύκτιες πορείες. Όταν πρόφθασε τους Βακτρίους, εκείνοι τράπηκαν σε φυγή αφού τραυμάτισαν θανάσιμα τον Δαρείο και τον εγκατέλειψαν. Ο Αλέξανδρος έστειλε το σώμα του Δαρείου Γ΄ για να ταφεί με βασιλικές τιμές και τα τοπικά έθιμα στην Περσέπολη. Με τον θάνατο του Πέρση Μεγάλου Βασιλιά, ο Αλέξανδρος προβλήθηκε ως κληρονόμος και νόμιμος διάδοχος της δυναστείας των Αχαιμενιδών. 

Υποταγή των ανατολικών σατραπειών (330 - 327 π.Χ.) 

Στρατιωτικές μεταρρυθμίσεις, πολιτική του Αλεξάνδρου στην Κεντρική Ασία 

Για να υποστηρίξει τον νέο του τίτλο και να εξασφαλίσει τον έλεγχο όλης της αυτοκρατορίας, κινήθηκε εναντίον του Βήσσου και των υπόλοιπων σατραπών που συνέβαλαν στη δολοφονία του Δαρείου Γ΄. Επιπλέον, στον Αλέξανδρο είχαν φτάσει πληροφορίες πως ο Βήσσος συγκέντρωνε ισχυρό εθνικό στρατό για να υπερασπίσει τη χώρα του και να διεκδικήσει την κυριαρχία της Ασίας. Έτσι η εκστρατεία του Αλεξάνδρου πήρε νέο χαρακτήρα, καθώς η συνέχισή της απαιτούσε τη χρησιμοποίηση του περσικού στοιχείου στον στρατό και στη διοίκηση, όπου εμπιστεύθηκε θέσεις στους πιστούς συνεργάτες του Δαρείου. Άλλωστε, ήδη ο Μακεδόνας βασιλιάς είχε εντυπωσιαστεί από τους πολιτισμούς που συνάντησε στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία και την Περσία, πολιτισμούς οι οποίοι έσβησαν από τη σκέψη του την υποτιμητική σημασία που είχε για τους Έλληνες η λέξη «βάρβαρος».  Εκτός αυτού, η μορφή του πολέμου που θα ακολουθούσε ήταν διαφορετική. Οι νέοι αντίπαλοι του Αλεξάνδρου, ιδιαίτερα οι Βάκτριοι και οι Σόγδιοι, όχι μόνο διέθεταν υψηλό εθνικό φρόνημα αλλά και εθνικούς ηγέτες με μεγάλες ικανότητες, η δε τακτική που εφάρμοζαν ήταν αυτή του κλεφτοπολέμου με πολλαπλά ταυτόχρονα χτυπήματα, έχοντας μάλιστα για σύμμαχο την ορεινή χώρα τους. Η φύση αυτή του αντιπάλου επέβαλλε αλλαγές στη δομή του στρατού του για να γίνει πιο ευκίνητος και να μπορεί να διεξάγει ταυτόχρονα ανεξάρτητες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Έτσι η δυσκίνητη φάλαγγα από εκείνο το σημείο και στο εξής θα δρούσε μόνο χωρισμένη σε τμήματα, ενώ το ιππικό των εταίρων χωρίστηκε κι αυτό σε δύο τμήματα (ιππαρχίες) και συνδυάστηκε με ελαφρότερα έφιππα σώματα ιππακοντιστών και ιπποτοξοτών, κατά τα περσικά πρότυπα. Επίσης, εκτός από τις ενισχύσεις σε άνδρες και άλογα που ήρθαν από την Ελλάδα και τη Μ. Ασία με σκοπό να αναπληρωθούν οι ως τότε απώλειες, άρχισε να χρησιμοποιείται και το πολύ αξιόλογο ιππικό των ντόπιων κατοίκων. Αποτέλεσμα όλων αυτών των αλλαγών, οι οποίες εφαρμόστηκαν σταδιακά, κυρίως κατά την εκστρατεία της Βακτριανής και Σογδιανής, ήταν τέτοιο που, πριν ξεκινήσει η εκστρατεία της Ινδίας, το μακεδονικό εκστρατευτικό σώμα να έχει πάρει εντελώς νέα μορφή. 

Πέρα από τις αλλαγές στη σύνθεση και την τακτική του εκστρατευτικού σώματος, ο Αλέξανδρος εφάρμοσε μια, πιο σημαντική και με μακροχρόνιο αποτέλεσμα, πολιτική, αυτή της ίδρυσης νέων πόλεων, των πρώτων σε ασιατικό έδαφος. Η επιλογή των θέσεων αυτών των πόλεων έχει χαρακτηριστεί «μεγαλοφυής». 

Υποταγή της Υρκανίας, της Αρείας, της Δραγγιανής και της Αραχωσίας 

Η εκστρατεία στις ανατολικές σατραπείες ξεκίνησε με την εκκαθάριση της Υρκανίας όπου, στα όρη των Ταπούρων, είχαν καταφύγει και οι Έλληνες μισθοφόροι του Δαρείου Γ΄ με αρχηγό τον Ναβαρζάνη. Μετά από την υποταγή της Υρκανίας διέσχισε την Παρθία και στην πόλη Σούσια της Αρίας, ο σατράπης Σατιβαρζάνης δήλωσε υποταγή, διατηρώντας το αξίωμά του. Μετά την αναχώρησή του Αλέξανδρου όμως για τη Βακτρία, όπου ο Βήσσος συγκέντρωνε στρατεύματα, ο Σατιβαρζάνης εξολόθρευσε τη φρουρά που είχε αφήσει ο Αλέξανδρος και συγκέντρωσε στρατό για να βοηθήσει τον Βήσσο. Ο Αλέξανδρος επέστρεψε αλλά ο Σατιβαρζάνης διέφυγε με 2.000 ιππείς. Στη θέση του διορίστηκε ο Αρσάκης. Αφού ίδρυσε μια νέα πόλη, την Αλεξάνδρεια Αρείας, κατέφυγε στην Φράδα της Δραγγιανής για να διαχειμάσει.

Εκστρατεία του Ινδικού Καυκάσου, της Βακτρίας και της Σογδιανής - Εξέγερση σε Σογδιανή και Βακτρία 

Την άνοιξη του 329 π.Χ. έφτασε στην περιοχή του Ινδο-Καύκασου όπου ίδρυσε άλλη μια Αλεξάνδρεια. Ο Βήσσος έφυγε μακριά, περνώντας τον ποταμό Ώξο και, αφού έκαψε τα πλοία του μετά τη διέλευση, εγκαταστάθηκε στα Ναύτακα της Σογδιανής. Ο Αλέξανδρος τον ακολούθησε στη Σογδιανή και έστειλε τον Πτολεμαίο εναντίον του, ο οποίος τον συνέλαβε και τον οδήγησε στον Αλέξανδρο. Ο Βήσσος εκτελέστηκε και ο Αλέξανδρος προχώρησε προς την πρωτεύουσα της Σογδιανής, Σαμαρκάνδη, καθώς και στην Τασκένδη, που σήμερα είναι οι δύο σημαντικότερες πόλεις του Ουζμπεκιστάν. Ακολούθως ξέσπασε μεγάλη εξέγερση στη Βακτρία και τη Σογδιανή, της οποίας ηγήθηκε ο ικανότατος Σόγδιος αρχηγός, Σπιταμένης. Η εξέγερση αυτή, η οποία κατεστάλη με μεγάλη δυσκολία, προκάλεσε την εξολόθρευση ενός μακεδονικού αποσπάσματος στον ποταμό Πολυτίμητο (σημ. Σαραουχσάν). Κατά τις επιχειρήσεις αυτές, ο Αλέξανδρος έφθασε στον ποταμό Ιαξάρτη όπου ίδρυσε τη μακρινότερη απ' όλες τις Αλεξάνδρειες, την Αλεξάνδρεια Εσχάτη, σε μια περιοχή που σήμερα λέγεται Χοτζέντ (στο σημερινό Τατζικιστάν). Κατόπιν πέρασε, παράπλευρα από την παγωμένη κορυφογραμμή των Ιμαλαΐων, στις Ινδίες, μέσω του Περάσματος Χαϊμπέρ.

Εσωτερική ηθική κρίση - Εκτελέσεις συνεργατών του Αλεξάνδρου 

Μετά τη δολοφονία του Δαρείου άρχισε να δημιουργείται νοσηρό κλίμα υποψιών στην αυλή του Αλεξάνδρου, τροφοδοτούμενο από τις αντιζηλίες μεταξύ των εταίρων. Συνεργάτες του βασιλιά, όπως ο Ηφαιστίων, ο Κρατερός, ο Κοίνος και ο Καλλισθένης, υποδαύλιζαν αυτούς τους ψιθύρους και ταυτόχρονα πληροφορούσαν τον Αλέξανδρο γι αυτές τις φήμες. Στόχος των ψιθυριστών έγινε και ο Φιλώτας, για τον οποίο έλεγαν πως αποκαλούσε τον Αλέξανδρο «μειράκιον» (νεανίσκο) και πως έγινε αρχηγός εξαιτίας του ίδιου και του πατέρα του, Παρμενίωνα. Στην αρχή ο Αλέξανδρος δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία αλλά οι υποψίες έγιναν εντονότερες μετά τον παραγκωνισμό του Παρμενίωνα στα μετόπισθεν. Όταν όμως, στη Δραγγιανή, το φθινόπωρο του 330 π.Χ., αποκαλύφθηκε συνωμοσία μερικών εταίρων που είχε σκοπό τη δολοφονία του Αλεξάνδρου, οι εχθροί του τόνισαν στον βασιλιά πως ο Φιλώτας επίτηδες αμέλησε να τον πληροφορήσει εγκαίρως, γιατί ο ίδιος ήταν ο πραγματικός εμπνευστής της συνομωσίας. Τελικά, ο Φιλώτας καταδικάστηκε σε θάνατο από τη συνέλευση του μακεδονικού στρατού, ως ηθικός αυτουργός. Ο Αλέξανδρος φοβούμενος την αντίδραση του Παρμενίωνα στην εκτέλεση του γιου του, διέταξε τη δολοφονία του πιστού στρατηγού του, πράξη που θεωρείται «ένα από τα μελανότερα σημεία της ιστορίας του». Την πράξη αυτή επέκριναν αρκετοί στρατιώτες στις επιστολές τους. Όλους αυτούς ο Αλέξανδρος τους τοποθέτησε σε χωριστή μονάδα η οποία ονομάστηκε «ατάκτων τάγμα», για να μη παρασύρουν τους συναδέλφους τους. 

Βαθμιαία ο Αλέξανδρος άρχισε να γίνεται πιο απολυταρχικός και να επιβάλλει ανατολίτικες συνήθεις που ξένιζαν δυσάρεστα τους συντρόφους του. Έτσι άρχισε να φορά περσικά ρούχα και να ζητά, στην αρχή μόνο από τους Πέρσες οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι σε αυτό το έθιμο αλλά στη συνέχεια και από τους Μακεδόνες, να τον προσκυνούν. Η «προσκύνησις» όμως προκαλούσε τα ειρωνικά σχόλια των Μακεδόνων και, στην περίπτωση του Καλλισθένη, οδήγησε αργότερα στην καταδίκη του. Εκτός όμως από την υιοθέτηση των «βαρβαρικών» εθίμων, η συμπεριφορά του Αλεξάνδρου διευκόλυνε φαινόμενα δουλοπρέπειας και κολακείας στους ανθρώπους του περιβάλλοντός του. Αποτέλεσμα αυτών των κολακειών ήταν η καλλιέργεια της υπερηφάνεια του βασιλιά σε τέτοιο βαθμό που εκείνος να χάνει την αίσθηση του μέτρου και να ερεθίζεται επικίνδυνα όταν πίστευε ότι υπήρχε η παραμικρή ασυμφωνία με τις απόψεις του. 

Αλέξανδρος ο Μέγας

Το φθινόπωρο του 328 π.Χ., στα Μαράκανδα της Σογδιανής (σημ. Σαμαρκάνδη του Ουζμπεκιστάν), κατά τη διάρκεια ενός νυκτερινού βασιλικού συμποσίου, οι συνδαιτυμόνες επιδόθηκαν σε ανεξέλεγκτη οινοποσία και μέθυσαν. Ορισμένοι αυλικοί του βασιλιά επιδόθηκαν σε τέτοιες κολακείες προς τον Αλέξανδρο που προκάλεσαν την οργή του, μεθυσμένου επίσης, Κλείτου. Η οργή του αυτή έγινε ακόμη πιο έντονη όταν κάποιος απήγγειλε ένα ποίημα που διακωμωδούσε την πρόσφατη πανωλεθρία των Μακεδόνων στον Πολυτίμητο ποταμό. Ο Αλέξανδρος, μεθυσμένος κι ο ίδιος, χλεύασε τη διαμαρτυρία του Κλείτου με αποτέλεσμα ο διάλογος μεταξύ τους να εκτραχηλιστεί σε αμοιβαίες προσβολές. Στο τέλος, ο βασιλιάς άρπαξε τη λόγχη ενός φρουρού και με αυτή σκότωσε τον Κλείτο. Η πράξη του αυτή τον συνέφερε αμέσως και η θλίψη του ήταν τέτοια που για τρεις ημέρες αρνιόταν να φάει και να πιει, σε βαθμό που όλοι φοβήθηκαν μήπως πεθάνει. 

Τελικά, θύμα της αλλαγής της συμπεριφοράς του Αλεξάνδρου έπεσε και ο ίδιος ο Καλλισθένης, επίσημος ιστορικός της εκστρατείας, ανεψιός και μαθητής του Αριστοτέλη. Ο Πλούταρχος αναφέρει πως, σε συμπόσιο που έλαβε χώρα στα Βάκτρα, το 327 π.Χ., προσπάθησαν αιφνιδιαστικά να επιβάλλουν στους καλεσμένους, μαζί με τον καθιερωμένο ασπασμό φιλίας προς τον βασιλιά, και την «προσκύνησιν». Ο Καλλισθένης αρνήθηκε να προσκυνήσει και έφυγε από το συμπόσιο. Αργότερα, την ίδια χρονιά, αποκαλύφθηκε συνωμοσία των βασιλικών παίδων (εφήβων, γόνων μακεδονικών ευγενών που συνόδευαν τους Μακεδόνες βασιλιάδες στις εκστρατείες τους) με σκοπό τη δολοφονία του βασιλιά, για προσωπικά κίνητρα. Τότε κάποιοι εταίροι υπέδειξαν τον Καλλισθένη ως υποκινητή της συνομωσίας, καθώς είχε την ευθύνη της εκπαίδευσης των βασιλικών παίδων. Παρά τα βασανιστήρια όμως, κανένας από τους παίδες δεν ομολόγησε τη συμμετοχή του Καλλισθένη στη συνωμοσία. Το τέλος του Καλλισθένη είναι αβέβαιο, το σίγουρο όμως είναι πως από εκείνη τη στιγμή χάθηκαν τα ίχνη του. Από τους αρχαίους συγγραφείς, μόνο ο Αριστόβουλος και ο Πτολεμαίος τον αναφέρουν, ο πρώτος λέει πως πέθανε αλυσσοδεμένος κατά τη διάρκεια της εκστρατείας και ο δεύτερος πως βασανίστηκε και κρεμάστηκε. Η καταδίκη του Καλλισθένη έβλαψε σημαντικά την υστεροφημία του Αλεξάνδρου καθώς οι άλλοι μαθητές του Αριστοτέλη δεν του συγχώρησαν την πράξη του αυτή. Έτσι έγραψαν πολλά κακόβουλα σχόλια και ανακρίβειες για τον Μακεδόνα βασιλιά, αμαυρώνοντας τη φήμη του. 

Εκστρατεία στην Ινδία (327 - 325 π.Χ.)[ 

Μετά την καταστολή της εξέγερσης σε Βακτρία και Σογδιανή, ο Αλέξανδρος άρχισε να προετοιμάζει την εισβολή στην Ινδία. Οι λόγοι που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση ήταν οι εξής. Η Ινδία θεωρείτο τότε ακραία περιοχή της Ασίας, πολύ μικρότερη σε έκταση από την πραγματική, και με την κατάκτησή της ο Αλέξανδρος πίστευε, όπως γράφει ο Αρριανός, πως θα εξασφαλίζονταν οι ανατολικές σατραπείες από ενδεχόμενη εισβολή ή αποστασία. Ακόμη ήταν γνωστός ο πλούτος της χώρας και συνυπολογίζονταν και τα ωφέλη από το εμπόριο. Άλλοι λόγοι ήταν η επιθυμία του, ως πραγματικού Μεγάλου Βασιλιά, να καταλάβει τις χώρες που είχε υποτάξει ο Δαρείος Α΄, να γίνει πρωταθλητής της ιστορίας του οποίου τα κατορθώματα κανείς δεν θα ξεπερνούσε. Τέλος, ο Αλέξανδρος, ως μαθητής του Αριστοτέλη, είχε το πάθος να ανακαλύψει νέες χώρες, να διευρύνει τις γεωγραφικές γνώσεις της εποχής του (ήθελε να επαληθεύσει αν ο Ινδός ταυτιζόταν πράγματι με τον άνω Νείλο και ότι η Ινδία ενωνόταν με την Αιθιοπία) και να βαδίσει στα χνάρια του Διονύσου και του Ηρακλή, στη χώρα των θαυμάτων, όπως νόμιζαν τότε οι Έλληνες την Ινδία. Έτσι απέρριψε την πρόταση του συμμάχου του βασιλιά των Χωρασμίων (το μετέπειτα Χορασάν), Φαρασμάνη, να εκστρατεύσει στην περιοχή του Πόντου και άρχισε να προετοιμάζεται για την εκστρατεία στην Ινδία.[82] Τότε, κατά τον Πλούταρχο, άρχισε να πιστεύει πως προοριζόταν να εκπολιτίσει και συναδελφώσει τα έθνη ιδρύοντας ένα δίκαιο οικουμενικό κράτος, σκοπό για τον οποίο αποφασιστικό βήμα θα ήταν η κατάκτηση της Ινδίας. 

Ο γάμος του Αλεξάνδρου και της Ρωξάνης

Έμαθε πως η Ινδία ήταν προσβάσιμη από την κοιλάδα του ποταμού Κωφήνα (σημ. Καμπούλ, στο Αφγανιστάν) και πως υπήρχαν μεγάλοι ποταμοί πέρα από τον Ινδό, δεν γνώριζε όμως τότε ότι αυτοί κατέληγαν στον πρώτο. Επίσης πληροφορήθηκε για την πολιτική κατάσταση στην Ινδία και συγκεκριμένα για τη διάσπαση των Ινδών σε πολλά μεγάλα κράτη που συχνά μάχονταν μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας στις μάχες τους πολλούς ελέφαντες. Ιδιαίτερα έμαθε πως ο Ταξίλης, βασιλιάς της χώρας μεταξύ των ποταμών Ινδού και Υδάσπη, ήταν εχθρός του Πώρου, βασιλιά της χώρας που εκτεινόταν από τον Υδάσπη ως τον Ακεσίνη, και επιθυμούσε να συμμαχήσει με τους Μακεδόνες.  Επειδή ο πόλεμος που θα ακολουθούσε θα απαιτούσε παρατεταμένες και δύσκολες πορείες σε ορεινές περιοχές, ποταμούς και φρούρια όπου θα έπρεπε να αφήνει φρουρές, ο Αλέξανδρος αύξησε την αριθμητική δύναμη του στρατού του και το έκανε πιο ευέλικτο. Ήδη το θεσσαλικό ιππικό και οι περισσότεροι από τους άλλους Έλληνες είχαν επιστρέψει στην Ελλάδα, ενώ πολλοί παλαίμαχοι Μακεδόνες και μισθοφόροι είχαν παραμείνει σε φρουρές στις κατακτημένες χώρες. Ο στρατός τώρα περιλάμβανε ενισχύσεις από πεζούς και ιππείς από τη Μακεδονία, καθώς και από Έλληνες μισθοφόρους. Είχε ενταχθεί επίσης σημαντικός αριθμός Ασιατών (Βάκτριοι, Σόγδιοι, Σκύθες, Αραχωτοί, Δάες κ.α.) οι οποίοι δρούσαν ως ιππείς, ιπποτοξότες και ιππακοντιστές. Για τον διάπλου των ποταμών προστέθηκαν πολλοί ναυπηγοί και κωπηλάτες από την Καρία, την Κύπρο, τη Φοινίκη και την Αίγυπτο. Ωστόσο, παρόλο που το εκστρατευτικό σώμα δεν είχε πια την παλιά εθνική και γλωσσική ομοιογένεια, αποδείχθηκε αποτελεσματικό, χάρη στις ικανότητες των Μακεδόνων διοικητών του και την άριστη ηγεσία του Αλεξάνδρου. 

Διάβαση της κοιλάδας του Κωφήνα και άφιξη στον Ινδό ποταμό 

Κύριο λήμμα: Πολιορκία της Αόρνου Πέτρας

Την άνοιξη του 327 π.Χ. ο μακεδονικός στρατός ξεκίνησε για την κατάκτηση της Ινδικής χερσονήσου. ο Αλέξανδρος άφησε τον Αμύντα στη Βακτρία, και περνώντας από την Αλεξάνδρεια έφτασε στον ποταμό Κωφήνα όπου διαίρεσε τον στρατό του. Έστειλε τον Ηφαιστίωνα με τον Περδίκκα να ακολουθήσουν τον συντομότερο δρόμο, αυτόν μέσα από την κοιλάδα του Κωφήνα, για να προετοιμάσουν την προέλασή του μέχρι τον Ινδό ποταμό. Ο ίδιος ακολούθησε διαφορετική, ορεινή πορεία ώστε να διαφυλάξει τα πλευρά του κύριου εκστρατευτικού σώματος από ενέδρες. Έτσι έφτασε, την άνοιξη του 326 π.Χ., στον Ινδό. Κατά τη διάρκεια της πορείας αυτής, υπέταξε τη χώρα των Ασπασίων, όπου ισοπέδωσε για παραδειγματισμό την πρώτη πόλη που αντιστάθηκε και εξόντωσε όσους κατοίκους της δεν κατάφεραν να διαφύγουν. Η τελική υποταγή των Ασπασίων έγινε μετά από μάχη τριπλή μάχη, κατά την οποία αιχμαλωτίστηκαν 40.000 Ασπάσιοι και περιήλθαν στην κατοχή των Μακεδόνων 230.000 βοοειδή.[85] Στη συνέχεια έφτασε στη χώρα των Ασσακηνών, οι οποίοι ήταν οι ισχυρότεροι Ινδοί της περιοχής, όπου πολιόρκησε την πρωτεύουσά τους, Μάσσαγα (σημ. Chakdara του Πακιστάν). Οι Ασσακηνοί συνεπικουρούνταν από 7.000 Ινδούς μισθοφόρους και επιχείρησαν να δώσουν μάχη έξω από την πόλη, όπου νικήθηκαν. Ακολούθησε δύσκολη πολιορκία πέντε ή έξη ημερών μετά από την παρέλευση των οποίων οι πολιορκημένοι ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Όμως ο Αλέξανδρος κατάφερε να διαπραγματευτεί χωριστά με τους Ινδούς μισθοφόρους, πείθοντάς τους να αφήσουν την πόλη. Εκεί τη νύχτα τους κύκλωσε και τους εξόντωσε μετά από σκληρή μάχη. Κατά τον Πλούταρχο και τον Διόδωρο, η εξόντωση των Ινδών μισθοφόρων αποτελεί μελανή κηλίδα της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στη συνέχεια τα Μάσσαγα καταλήφθηκαν χωρίς δυσκολία. Η επόμενη οχυρή πόλη των Ασσακηνών, τα Βάζιρα, αντιστάθηκε και αυτή μέχρις ότου οι κάτοικοί της την εγκατέλειψαν νύχτα, καταφεύγοντας στην Άορνο Πέτρα, φυσικά οχυρή θέση που ταυτίζεται με το Πιρ-Σαρ, στο Πακιστάν, τον χειμώνα του 327 π.Χ προς την άνοιξη του 326 π.Χ. Η κατάληψη της Αόρνου Πέτρας ήταν κατόρθωμα που προσέδωσε στον Αλέξανδρο τη φήμη του ακατανίκητου κατακτητή που ήταν κανός για υπεράνθρωπα κατορθώματα. Μετά από εκκαθαριστικές επιχειρήσεις και δύσκολη πορεία στο ορεινό βόρειο τμήμα της χώρας των Ασσακηνών, έφτασε στον Ινδό όπου συναντήθηκε με τον υπόλοιπο στρατό του, την άνοιξη του 326 π.Χ. Η διάβαση του Ινδού έγινε μέσω της γέφυρας που είχε ετοιμάσει ο Ηφαιστίωνας και πολλών μικρών πλοίων. 

Πορεία από τον Ινδό μέχρι τον Ύφαση

Κύριο λήμμα: Μάχη του ΥδάσπηΗ μάχη στον Υδάσπη ποταμό. Έργο του Αντρέ Κασταίν (André Castaigne), 1899.

Πριν συνεχίσει την πορεία, ο Αλέξανδρος τέλεσε μεγαλοπρεπείς θυσίες και γυμνικούς και ιππικούς αγώνες δίπλα στον ποταμό. Την άνοιξη του 326 π.Χ., ο στρατός πέρασε στην απέναντι όχθη, μέσω μεγάλης γέφυρας που είχε κατασκευαστεί για τον σκοπό αυτό και θεωρείται τεχνικό κατόρθωμα. Στην αντίπερα όχθη εκτεινόταν το κράτος του συμμάχου του, Ταξίλη. Το εκστρατευτικό σώμα το υποδέχθηκε τιμητικά ο ίδιος ο Ταξίλης στην πρωτεύουσά του, τα Τάξιλα (σημ. Σαχ Ντέρι, στο Πακιστάν), πολυάνθρωπη και πλούσια πόλη και μεγάλο κέντρο του Βραχμανισμού. Ο Αλέξανδρος αντάμειψε με μεγάλο χρηματικό ποσό τον Ταξίλη για τις υπηρεσίες του, τον κατέστησε όμως υποτελή και άφησε φρουρά στα Τάξιλα. Εκεί οι επιστήμονες που ακολουθούσαν τον στρατό του Αλεξάνδρου άρχισαν να μελετούν τη χλωρίδα της Ινδίας, ενώ εντύπωση τους προκάλεσαν οι γυμνοί μοναχοί, τους οποίος ονόμασαν «γυμνοσοφιστάς». Τότε ο Αλέξανδρος έστειλε τον Ονησίκρητο, μαθητή του Διογένη, για να συζητήσει μαζί τους. Ένας από αυτούς, ο Κάλανος, ακολούθησε τον στρατό στη μετέπειτα πορεία του. Στα Τάξιλα τότε κατέφθασαν πρεσβείες από τις γύρω χώρες, δηλώνοντας υποταγή, εκτός από τον θαρραλέο Πώρο ο οποίος έστειλε το μήνυμα πως θα περιμένει, ένοπλος, τον Αλέξανδρο στον Υδάσπη.[88] Ακολούθως ο Αλέξανδρος συνέχισε την πορεία του προς τον ποταμό Υδάσπη, όπου ο βασιλιάς Πώρος περίμενε στην απέναντι πλευρά με συγκεντρωμένο στρατό, ώστε να τον εμποδίσει να περάσει. Ο Αλέξανδρος έστειλε στρατιώτες να μεταφέρουν αποσυναρμολογημένα τα πλοία που είχαν χρησιμοποιηθεί στη διάβαση του Ινδού, και με την υπόλοιπη δύναμη και ενισχυμένος από 5.000 Ινδούς συνέχισε για τον Υδάσπη.

Η διάβαση του ποταμού ήταν δύσκολη, αλλά τελικά έγινε με επιτυχία τον Ιούλιο του 326 π.Χ., ώστε να ακολουθήσει μεγάλη μάχη μεταξύ του στρατού του Αλεξάνδρου και του στρατού του Πώρου ο οποίος ανερχόταν σε 4.000 ιππείς, 300 άρματα, 200 πολεμικούς ελέφαντες και 30.000 πεζούς. Οι Μακεδόνες, οι οποίοι διέθεταν 15.000-20.000 πεζούς και 5.000 ιππείς, αντιμετώπισαν με ευκολία το ιππικό του Πώρου και τελικά κατάφεραν να υπερισχύσουν στην πρωτόγνωρη γι' αυτούς μάχη εναντίον μεγάλου αριθμού ελεφάντων, κερδίζοντας δύσκολη και σπουδαία νίκη.[89] Ο Αλέξανδρος φέρθηκε τιμητικά στον ηττημένο Ινδό βασιλιά και τον άφησε να βασιλεύει στη χώρα του, ως σύμμαχός του, αφού με τον συμφιλίωσε με τον Ταξίλη. Οι αρχαίοι συγγραφείς παραδίδουν πως ο Αλέξανδρος φέρθηκε με αυτόν τον τρόπο επειδή εντυπωσιάστηκε από την υπερήφανη στάση του Πώρου. Όμως είναι γνωστό πως φέρθηκε με τον σκληρότερο τρόπο σε άλλους ηττημένους, όπως στην Τύρο, τη Γάζα και τη Σογδιανή Πέτρα. Έτσι είναι πιθανότερο πως δεν πείραξε τον Πώρο από πολιτικό υπολογισμό, καθώς επιθυμούσε να έχει ένα ισχυρό συμμαχικό βασίλειο ως ασπίδα των δικών του συνόρων. 

Στις όχθες του Υδάσπη ίδρυσε δύο πόλεις, τη Νίκαια και τη Βουκεφάλα (προς τιμή του αλόγου του που πέθανε εκεί). Αφήνοντας τον Κρατερό να επιβλέπει το χτίσιμο των πόλεων, συνέχισε την πορεία του προς τους ποταμούς Ακεσίνη και Υδραώτη (σημ. Ράβι, στο Πουντζάμπ). Στη συνέχεια ανάγκασε τους Γλαυγανίκες (ή Γλαύσες), κατοίκους πολυάνθρωπης χώρας, να συνθηκολογήσουν μαζί του και να υπαχθούν στο κράτος του Πώρου. Τότε έμαθε πως οι Ασσακηνοί είχαν επαναστατήσει και σκότωσαν τον ύπαρχο (διοικητή της χώρας) και έστειλε εναντίον τους τον σατράπη Φίλιππο του Μαχάτα να καταστείλει την εξέγερση. Όταν έφτασε στον Υδραώτη, έμαθε πως ο πολεμικότατος λαός των Καθαίων ήταν έτοιμος να τον αντιμετωπίσει αν εισέβαλλε στη χώρα τους, ορμώμενος από την οχυρή πόλη Σάγγαλα. Ακολούθησε σκληρή μάχη κατά την οποία οι Καθαίοι, οχυρωμένοι πίσω από τριπλή σειρά από άμαξες, ηττήθηκαν και κατέφυγαν στην πόλη τους. Από εκεί επιχείρησαν επανηλειμμένα έξοδο αλλά αποκρούστηκαν. Τελικά οι Μακεδόνες κατέλαβαν την πόλη και την ισοπέδωσαν εντελώς. Οι απώλειες των Καθαίων ήταν, κατά τον Αρριανό, 17.000 νεκροί και 70.000 αιχμάλωτοι ενώ από τους Μακεδόνες 100 νεκροί και 1.200 βαριά τραυματισμένοι. 

Στη συνέχεια ο στρατός έφτασε, εν μέσω της εποχής των μουσώνων, στον ποταμό Ύφαση. Επιθυμία του Αλέξανδρου ήταν να συνεχίσει περνώντας τον ποταμό και την έρημο που εκτεινόταν μετά από αυτόν, συνάντησε όμως την έντονη αντίδραση του στρατού του. Οι κουρασμένοι σωματικά και ψυχικά στρατιώτες του συγκεντρώθηκαν στο στρατόπεδο και διαμαρτυρήθηκαν έντονα λέγοντας πως δεν ήθελαν να συνεχίσουν. Τελικά ο Αλέξανδρος αποφάσισε να επιστρέψει. Τα στρατεύματα πέρασαν τον ποταμό και ο Αλέξανδρος ίδρυσε στην αντίπερα όχθη του την ανατολικότερη όλων των Αλεξανδριών, την Αλεξάνδρεια επί του Ύφαση. Μετά από τα τελετουργικά της αποχώρησης και αφού έχτισε δώδεκα μεγαλοπρεπείς στύλους καθ'έναν αφιερωμένο σε έναν θεό του Ολύμπου, διαίρεσε σε τμήματα τον στρατό του και επέστρεψε στη Νίκαια και τη Βουκεφάλα.

Αμαζόνες και Αλέξανδρος

Πορεία προς τις εκβολές του Ινδού 

Μετά από ενίσχυση του στόλου του, ο Αλέξανδρος έπλευσε από τον Υδραώτη μέχρι τη συμβολή του με τον Ακεσίνη και μέσω του τελευταίου έφτασε ξανά στον Ινδό. Εκεί στη συμβολή του Ακεσίνη και του Ινδού έδωσε εντολή να χτιστεί μία Αλεξάνδρεια η οποία θα διέθετε και νεωσοίκους (στέγαστρα για τα ανελκυσμένα πλοία). Μετά προχώρησε στη χώρα των Σόγδων, οι οποίοι είχαν συμμαχήσει μαζί του, ιδρύοντας και εκεί μία Αλεξάνδρεια. Κατόπιν προχώρησε νοτιότερα, στις επικράτειες των σατραπών Μουσικανού, Οξυκανού και Σάμβου τις οποίες και υπέταξε. Μαθαίνοντας ότι ο Μουσικανός επαναστάτησε, ο Αλέξανδρος έστειλε εναντίον του τον Πείθωνα, τον οποίο είχε ορίσει σατράπη της περιοχής αυτής. Ο Πείθωνας κυρίευσε τις πόλεις των επαναστατών, μετέτρεψε τους κατοίκους, Βραχμάνες, σε δούλους και εγκατέστησε φρουρές, τιμωρώντας σκληρά τον Μουσικανό.[93] Τελικά έφτασε στις εκβολές του Ινδού, στην πόλη Πάτταλα. Οι κάτοικοί της είχαν φύγει αλλά οι περισσότεροι από αυτούς πείστηκαν τελικά να γυρίσουν. Ο Αλέξανδρος ήθελε να μετατρέψει την πόλη σε ναυτική βάση του και γι αυτό έδωσε εντολή να οχυρωθεί με ακρόπολη, και να κατασκευαστούν πηγάδια και ναύσταθμος με νεωσοίκους. Εν τω μεταξύ ο ίδιος επιδόθηκε σε εξερεύνηση του ανατολικού βραχίονα του Ινδού. 

Ο δρόμος της επιστροφής 

Για την επιστροφή ο Αλέξανδρος χώρισε το στράτευμά του σε τρία μέρη. Το πρώτο με αρχηγό τον Κρατερό ακολούθησε πορεία προς την Αλεξάνδρεια Αραχωσίας (Κανταχάρ) και μέσω της κοιλάδας του Ετύμανδρου εγκαταστάθηκε στην Καρμανία όπου περίμενε τον Αλέξανδρο. Το δεύτερο ήταν ο στόλος, που με αρχηγό τον Νέαρχο, παρέπλευσε τις ακτές της Περσίας όπου βρίσκονταν οι χώρες των Ωρών, των Γεδρωσίων και των Ιχθυοφάγων, προς τον μυχό του κόλπου.

Θέα της ακτογραμμής που ακολούθησε το στράτευμα του Αλεξάνδρου στην έρημο της Γεδρωσίας. (Ορμάρα, Πακιστανικό Βαλουχιστάν)

Το τρίτο μέρος του στρατεύματος με τον Αλέξανδρο ξεκίνησε από τα Πάτταλα (τέλη Αυγούστου 324 π.Χ.) για να διασχίσει την έρημο της Γεδρωσίας. Στο πρώτο μέρος της πορείας δεν υπήρξαν δυσκολίες αλλά στην έρημο της Γεδρωσίας ο καύσωνας και η έλλειψη νερού προκάλεσαν μεγάλες απώλειες. Μετά από 60 μέρες σταμάτησε για ανάπαυση στην πρωτεύουσα της Γεδρωσίας, Πούρα, και προχώρησε στην Καρμανία (σημ. Κερμάν του Ιράν) όπου συνάντησε τον Κρατερό. Στην Καρμανία έφτασε και ο Νέαρχος όπου έδωσε αναφορά για την πορεία του, και συνέχισε τον περίπλου ως τις εκβολές του ποταμού Τίγρη. Ο Αλέξανδρος πήρε ένα μέρος του στρατεύματος και αφού πέρασε από τους Πασαργάδες προχώρησε στην Περσέπολη όπου διόρισε σατράπη τον Πευκέστα ο οποίος είχε σώσει τη ζωή του Αλέξανδρου στη μάχη στους Μαλλούς της Ινδίας.

Την άνοιξη του 324 π.Χ. έκανε γιορτές στα Σούσα για την ολοκλήρωση της κατάκτησης της Περσίας. Οργάνωσε μικτούς γάμους Μακεδόνων με Περσίδες και ο ίδιος πήρε ως δεύτερη σύζυγο τη Στάτειρα, την κόρη του Δαρείου Γ΄. Εξόφλησε τα χρέη των Ελλήνων στρατιωτών του, ποσό που ανήλθε σε 20.000 τάλαντα, και μοίρασε δώρα και τιμές σε όσους είχαν ανδραγαθήσει. Οι σατράπες της επικράτειας έφεραν εκεί και 30.000 έφηβους Πέρσες που είχαν εκπαιδευτεί και οπλισθεί μακεδονικά, τους οποίος ονόμασε «Επιγόνους».

Άρχισε να οργανώνει νέες εκστρατείες και αφού έστειλε τον Ηφαιστίωνα να εξερευνήσει τις ακτές του Περσικού κόλπου, ο ίδιος με επίλεκτες μονάδες κατευθύνθηκε προς τη θάλασσα μέσω του ποταμού Ευλαίου. Στην Ώπι ανακοίνωσε την απόλυση των ηλικιωμένων και των τραυματιών και τη συνέχιση της εκστρατείας, αλλά συνάντησε την αντίδραση των στρατιωτών του που δεν ήθελαν να συνεχίσουν μαζί του. Ο Αλέξανδρος τότε μοίρασε αξιώματα σε Πέρσες και ορισμένους τους ονόμασε συγγενείς του, πράγμα που ανάγκασε τους Μακεδόνες να του ζητήσουν συγνώμη και να τον ακολουθήσουν.

                      Πελοποννησιακός Πόλεμος

 Ο Πελοποννησιακός Πόλεμος ήταν Αρχαιοελληνική στρατιωτική σύγκρουση μεταξύ της Δηλιακής Συμμαχίας (υπό την ηγεσία της Αθήνας) και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας (υπό την ηγεσία της Σπάρτης) που ξεκίνησε το 431 π.Χ., με την εισβολή των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους, στην Αττική, καθώς και με την λεηλασία της Αθηναϊκής υπαίθρου και έληξε το 404 π.Χ με την νίκη των Σπαρτιατών και την ήττα των Αθηναίων, οι οποίοι, πολιορκημένοι από τη στεριά και τη θάλασσα, αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι ζήτησαν να καταστραφεί η Αθήνα και οι κάτοικοι της να γίνουν δούλοι. Οι Σπαρτιάτες, όμως, σεβόμενοι την προσφορά της Αθήνας στους Περσικούς πολέμους, αρνήθηκαν.

Μετά τη λήξη των Περσικών Πολέμων, οι πόλεις-κράτη της Αθήνας και της Σπάρτης είχαν ηγεμονικό ρόλο στην Ελλάδα: η Σπάρτη στην ξηρά και η Αθήνα στη θάλασσα. Στην Αθήνα ξεκίνησε το 461 π.Χ., η χρυσή εποχή του Περικλή, με το χτίσιμο του Παρθενώνα και την μεγάλη πολιτιστική, οικονομική και πνευματική ανάπτυξη της Αθήνας. Οι Αθηναίοι, με πρόταση του Περικλή, περιέφραξαν τον Πειραιά και τον ένωσαν με τηνΑθήνα με τα Μακρά Τείχη. Η κίνηση αυτή προκάλεσε την ρήξη στις σχέσεις της Αθήνας με τη Σπάρτη, ενώ η έριδα μεταξύ της Κορίνθου και της Κέρκυρας και η επέμβαση της Αθήνας ήταν η αφορμή του πολέμου.

Ο πόλεμος χωρίστηκε από τους ιστορικούς σε τρεις φάσεις: τον Αρχιδάμειο (431 - 421 π.Χ), τη Σικελική εκστρατεία (415 - 413 π.Χ) και τον Δεκελεικό πόλεμο (413 - 404 π.Χ). Στα πλαίσια του Αρχιδάμειου πολέμου, οι Σπαρτιάτες διεξήγαγαν επιδρομές στα εδάφη της Αττικής, με τους Αθηναίους να λεηλατούν τις ακτές της Πελοποννήσου. Η περίοδος αυτή έληξε με την υπογραφή της ειρήνης του Νικία (421 - 415 π.Χ). Παρ' ολ' αυτά, οι δύο πλευρές συνέχιζαν να εχθρεύονται η μια την άλλη. Το 420 π.Χ., έκανε την εμφάνιση του ένας νέος και φιλόδοξος πολιτικός, ο Αλκιβιάδης, ο οποίος τάχθηκε με τη φιλοπόλεμη παράταξη των Αθηνών, η οποία τασσόταν κατά της ειρήνης και υπέρ της συνέχισης του πολέμου. Το 415 π.Χ., οδήγησε τους Αθηναίους στη Σικελική εκστρατεία. Η εκστρατεία, αν και ξεκίνησε με επιτυχίες για το αθηναϊκό στράτευμα, ολοκληρώθηκε με πανωλεθρία για τους Αθηναίους, οι οποίοι έχασαν, σχεδόν, ολόκληρο τον στόλο και αρκετούς άνδρες, οι οποίοι είτε σφαγιάστηκαν από τους Συρακούσιους, είτε κατέληξαν στα λατομεία της πόλης, όπου και πέθαναν. Ελάχιστοι επέζησαν και κατάφεραν να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Τότε, οι Σπαρτιάτες, με προτροπή του Αλκιβιάδη συμμάχησαν με τους Πέρσες και προχώρησαν στη δημιουργία δικού τους στόλου και έπεισαν τους συμμάχους της Αθήνας, να εξεγερθούν κατά της Αθήνας. Οι Αθηναίοι, ωστόσο, τους επανέφεραν στη συμμαχία. Τελική πράξη του πολέμου ήταν η ναυμαχία στους Αιγός Ποταμούς το 405 π.Χ, η οποία έληξε με αποφασιστική νίκη των Σπαρτιατών. Το επόμενο έτος, η Αθήνα παραδόθηκε και υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τη Σπάρτη.

Μετά το τέλος του πολέμου, η Σπάρτη έγινε κυρίαρχη δύναμη στην Ελλάδα (Σπαρτιατική ηγεμονία), ωστόσο, είχε αποδυναμωθεί από τον διαρκή πόλεμο με τους Αθηναίους. Η προσπάθεια επιβολής των συμφερόντων των εις βάρος των ελληνικών πόλεων οδήγησε στον Κορινθιακό Πόλεμο (395 - 387 π.Χ) και την Ανταλκίδειο ειρήνη. Η ηγεμονία της Σπάρτης έληξε με την ήττα της στη μάχη των Λεύκτρων από τους Θηβαίους.«Ήταν η ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας που προκάλεσε φόβο στους συμμάχους της Σπάρτης και κατέστησε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πόλεις αναπότρεπτη», αναφέρει ο Θουκυδίδης ως καταλυτικό αίτιο στην κήρυξη του πολέμου.[2] Αναλυτικά οι λόγοι για τους οποίους όλη η Ελλάδα ενεπλάκη σε αυτό τον καταστροφικό πόλεμο, θεωρούνται ότι ήταν οι εξής:

  • Αυτή καθαυτή η απόπειρα της Αθήνας να δημιουργήσει ισχυρό ιμπεριαλιστικό εμπορικό κράτος, χωρίς να μπορεί να ελέγξει τις αντιδράσεις των άλλων πόλεων της Συμμαχίας (που είχε δημιουργηθεί αποκλειστικά για την αναχαίτιση των Περσών) που δυσαρεστούνταν με την απώλεια της ανεξαρτησίας τους και με τη μετατροπή τους σε απλές διοικητικές περιφέρειες του κράτους των Αθηνών, καθώς και η μεταφορά του ταμείου όλων των Ελλήνων που είχε δημιουργηθεί για την αντιμετώπιση των Περσών, χωρίς έγκριση, από το ιερό νησί της Δήλου στην Αθήνα και τη διοχέτευση των πόρων αυτών αποκλειστικά για τη δημιουργία της «Αθηναϊκής αυτοκρατορίας».
  • Τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα των αριστοκρατικών[3] στις συμμαχικές πόλεις των Αθηνών, στις οποίες μόνον οι έμποροι και οι βιοτέχνες έβλεπαν θετικά την αθηναϊκή ηγεμονία. Οι γαιοκτήμονες και γενικά τα αριστοκρατικά κόμματα επεδίωκαν την ανατροπή του «αθηναϊκού κατεστημένου».
  • Τα τοπικά οικονομικά συμφέροντα των περισσότερων πόλεων της Ελλάδας και του ευρύτερου Ελληνικού Μεσογειακού χώρου, οι οποίες ακόμα και όταν διοικούνταν από δημοκρατικές παρατάξεις, έβλεπαν ότι η ανάπτυξη του αθηναϊκού εμπορίου συνιστούσε άμεση απειλή για το δικό τους.
  • Οι αντικειμενικές δυνατότητες της Σπάρτης να επιβιώσει στο νέο σχήμα, μη έχοντας ανεπτυγμένο τομέα εμπορίου και διαβλέποντας ότι είχε μακροπρόθεσμα μόνον δύο επιλογές: ή να αποδεχτεί τον μελλοντικά βέβαιο υποβιβασμό της από την πρωτοκαθεδρία που κατείχε ήδη ή να πολεμήσει για να αποδείξει εκ νέου τη θέση της στην ηγεσία της Ελλάδας.
  • Οι σημαντικές πολιτισμικές διαφορές ανάμεσα στην αθηναϊκή κοινωνία και τη σπαρτιατική.
  • Τα συμφέροντα των Περσών, που υπεισήλθαν στην πορεία του πολέμου και όχι εξ αρχής, και τα οποία πάντως χρηματοδότησαν και τροφοδότησαν σε κρίσιμες στιγμές τις ενδοελληνικές διαμάχες.
Αρχαία Ελλάδα
Υλοποιήθηκε από τη Webnode
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα! Αυτή η ιστοσελίδα δημιουργήθηκε με τη Webnode. Δημιουργήστε τη δική σας δωρεάν σήμερα! Ξεκινήστε
Αρχαία-Ελληνική -Ιστορία, Αρχαία-Ελλάδα, Καποδίστριας